Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιοσημείωτα [aksiosimíota] adv (L)
- remarkably, noteworthily:
- το έργο τούτο είναι ~ πρώιμο (Karouzos) |
- στο δεύτερο βιβλίο του οι διαθέσεις του είναι βαθύτερες, η πείρα του ~ πλουτισμένη (Peranthis)
[der of αξιοσημείωτος; cf kath αξιοσημειώτως]
- remarkably, noteworthily: