Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξιοσέβαστος -η -ο [aksiosévastos] Ε5 : για άνθρωπο που, λόγω της προχωρημένης του ηλικίας, εμπνέει το σεβασμό: Aξιοσέβαστη κυρία.
αξιοσέβαστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < μσν. αξιοσέβαστος < αξιο- + σεβασ- (σέβομαι) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιοσέβαστος, -η, -ο [aksiosévastos]
- ① worthy of respect, respectable, respected (syn phr άξιος σεβασμού):
- αξιοσέβαστη αντικειμενικότητα, παρουσία, τέχνη |
- ~ γέροντας, κύριος, σύμμαχος |
- αξιοσέβαστο πρόσωπο |
- αξιοπρόσεκτο κι αξιοσέβαστο ξεκίνημα του συγγραφέα |
- έθνη αξιοσέβαστα για την αρχαιότητά τους |
- κλοπές και λαφυραγωγήσεις θεωρούνται αξιοσέβαστες πράξεις από τους κατακτητές |
- καμιά ανθρώπινη δύναμη δεν μπορεί να γκρεμίσει τους νόμους του θεού αν θέλει να 'ναι αξιοσέβαστη και να 'χει το λαό με το μέρος της (Bastias)
- ⓐ respectable, considerable (near-syn αξιόλογος 3b):
- αξιοσέβαστη βιομηχανική παραγωγή |
- το αξιοσέβαστο ποσόν των χιλίων δολαρίων
- ② eccl venerable, reverend, revered, respected (syn σεβάσμιος, σεβαστός):
- ο πατριάρχης Iεροσολύμων είναι ο πιο ~ ύστερ' από τον οικουμενικό πατριάρχη (Vacalop)
[fr kath αξιοσέβαστος ← MG (Eustathius)]
- ① worthy of respect, respectable, respected (syn phr άξιος σεβασμού):