Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξιοπρόσεκτος -η -ο [aksioprósektos] & αξιοπρόσεχτος -η -ο [aksiopró sextos] Ε5 : που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και γι΄ αυτό του αξίζει η προσοχή μας· αξιοσημείωτος: Aξιοπρόσεκτο γεγονός. Έκανε μερικές αξιοπρόσεκτες παρατηρήσεις.
[λόγ. αξιο- + προσεκ- (προσέχω) -τος (σύγκρ. ευπρόσδεκτος)· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιοπρόσεκτος, -η, -ο [aksioprósektos] (& αξιοπρόσεχτος) (L)
- worthy of attention, noteworthy, remarkable, interesting (syn άξιος προσοχής, near-syn αξιοσημείωτος):
- ~ ερευνητής, ποιητής, συγγραφέας |
- αξιοπρόσεκτη εκκλησία, κατασκευή, κοπελίτσα, ομάδα |
- αξιοπρόσεκτη ακρίβεια, άποψη, ευαισθησία, πληροφορία |
- αξιοπρόσεκτο έργο, κειμήλιο, πρόσωπο |
- αξιοπρόσεκτο γεγονός, έγγραφο, ποίημα, πρόβλημα, σημείο, φαινόμενο |
- το πρώτο αξιοπρόσεκτο τυπογραφείο της ελεύθερης Eλλάδας |
- σημαντική κι αξιοπρόσεκτη άνθηση σ' όλα τα είδη του λόγου |
- πνευματική και ιδεολογική ζύμωση αξιοπρόσεκτη |
- οι ελληνικοί οίκοι μόδας παρουσίασαν μια αξιοπρόσεκτη παραγωγή |
- η υπόθεση κρίθηκε σαν μια αξιοπρόσεκτη, αυθόρμητη εκδήλωση της φοιτητικής νεολαίας (Theotokas) |
- είναι αξιοπρόσεκτο ότι σ' αυτούς τους καιρούς η στάση του Λούκαρη δεν είναι μονωμένο φαινόμενο (Dimaras)
[fr kath (neol Koumanoudis) αξιοπρόσεκτος; cf MG απρόσεκτος (Tzetzes), AG+ προσεκτικός]
- worthy of attention, noteworthy, remarkable, interesting (syn άξιος προσοχής, near-syn αξιοσημείωτος):