Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιοπρεπώς
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αξιοπρεπώς, επίρρ.
  • Όπως αξίζει, όπως ταιριάζει:
    • Tιμήσας αξιοπρεπώς (Bίος Aλ. 1663).

[μτγν. επίρρ. αξιοπρεπώς (Lampe, DGE, λ. ής). H λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξιοπρεπώς [aksioprepós] adv (L)
  • ① in a dignified manner, decorously, decently (syn αξιόπρεπα):
    • ανταποκρίνονται ~ στις υποχρεώσεις τους |
    • οι ναυτικοί μάς χαιρέτισαν αξιοπρεπέστατα
  • ② w. self-sufficiency, decently:
    • έχει την οικονομική ανεξαρτησία που απαιτείται, για να γεράσει ~ (Terzakis)

[fr kath αξιοπρεπώς ← MG, K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες