Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αξιοπρεπής, επίθ.
-
- Tαιριαστός:
- Tι αξιοπρεπεστάτην τιμήν να σας δοξάσω; (Aργυρ., Bάρν. K 93).
[αρχ. επίθ. αξιοπρεπής. H λ. και σήμ.]
- Tαιριαστός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξιοπρεπής -ής -ές [aksioprepís] Ε10 : 1.ANT αναξιοπρεπής. α. που τον χαρακτηρίζει ο σεβασμός στους κανόνες που καθορίζουν τη σωστή συμπεριφορά, τόσο στους τύπους όσο και στην ουσία: ~ άνθρωπος. β. που ταιριάζει σε αξιοπρεπή άνθρωπο: ~ συμπεριφορά / στάση. Aξιοπρεπές ύφος. 2. ~ αμοιβή, ικανοποιητική, που δεν είναι κατώτερη από την εργασία για την οποία δίνεται.
αξιοπρεπώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀξιοπρεπής, ελνστ. ἀξιοπρεπῶς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιοπρεπής1 [aksioprepís] ο, (L)
- dignified, respectable person:
- ένας αναιδής μπορεί να υποκριθεί τον ευγενικό, μα είναι αδύνατο ένας ~ να υποδυθεί τον αναιδή (Vrettakos)
[substantiv. m of αξιοπρεπής2]
- dignified, respectable person:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιοπρεπής2, -ής, -ές [aksioprepís] (L)
- ① dignified, respectable (syn αξιόπρεπος, near-syn σοβαρός, σεμνός, ant αναξιοπρεπής):
- ~ κύριος |
- ~ κυρία, νέα, γενιά |
- ~ κοινωνική υπόσταση, λιτότητα |
- ~ απάντηση, ενέργεια |
- αξιοπρεπές αίσθημα, βιβλίο |
- άψογη και~ οικογενειακή ζωή |
- κρατώ, παίρνω αξιοπρεπές ύφος assume a dignified air |
- ο δόγης περπατεί μ' ένα βήμα αργό κι αξιοπρεπές προς τη γόνδολα (Ouranis) |
- δεν μπορεί ο πρώτος τυχόντας να την κάνει γυναίκα του, μόνο και μόνο επειδή είναι ένας κύριος σοβαρός και ~ (Theotokas) |
- αξιοπρεπές είναι να διαφωνούν οι βουλευτές και να το λένε ανοιχτά, αντρίκεια, όχι όμως να συνωμοτούν κλ (Psathas)
- ② seemly, decorous, decent, proper (syn καθωσπρεπικός, L ευπρεπής, ant απρεπής):
- ~ συμπεριφορά |
- η δημοκρατία είναι το αξιοπρεπέστερο για τον άνθρωπο πολίτευμα |
- αξιοπρεπή γεράματα (με συντάξεις) |
- οι εταίρες παριστάνονται μ' έναν τρόπο αξιοπρεπή σα γυναίκες του σπιτιού |
- η αίθουσα γέμισε από ένα κοινό αξιοπρεπέστατο, μα είχε και νέους με αφρόντιστο ντύσιμο (Karantonis)
- ⓐ satisfactory, adequate, decent (syn ικανοποιητικός):
- ~ διαβίωση, συντήρηση |
- αξιοπρεπές φιλοδώρημα |
- ζητούν αξιοπρεπέστερους μισθούς |
- θα ήταν μια πράξη δικαιοσύνης η εξασφάλιση και γι' αυτούς στοιχειωδών όρων μιας αξιοπρεπέστερης κ' υποφερτής ζωής (Psathas)
[fr kath αξιοπρεπής ← MG, PatrG ← K, AG]
- ① dignified, respectable (syn αξιόπρεπος, near-syn σοβαρός, σεμνός, ant αναξιοπρεπής):