Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξιοποιώ [aksiopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1.εκμεταλλεύομαι τις δυνατότητες που μου παρέχει κτ., έτσι ώστε να αποκομίσω από αυτό τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη, κέρδη κτλ.: Aξιοποίησε όλες τις ευκαιρίες που του δόθηκαν / την περιουσία του. || ~ μια περιοχή. 2. προσφέρω σε κπ. την ευκαιρία να αναπτύξει όλες τις ικανότητες ή τις δυνατότητές του: H βιομηχανική ανάπτυξη αξιοποιεί το σύνολο του εργατικού δυναμικού μιας χώρας. || Πώς θα αξιοποιήσετε τα χαρακτηριστικά του προσώπου σας, πώς θα τα τονίσετε, πώς θα τα αναδείξετε.
[λόγ. αξιο- + -ποιώ μτφρδ. γαλλ. mettre en valeur]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιοποιώ [aksiopió] αξιοποιείς, ipf αξιοποιούσα, aor αξιοποίησα, mediop αξιοποιούμαι, aor αξιοποιήθηκα (L)
- ① make worthy or valuable, upgrade, improve (near-syn βελτιώνω L, καλυτερεύω):
- το περιεχόμενο αξιοποιείται από τη μορφή |
- το κατάλληλο πλαίσιο αξιοποιεί ένα ζωγραφικό πίνακα |
- τα βιβλία ευγενίζουν και αξιοποιούν τη ζωή |
- καλά διαλεγμένα επίθετα αξιοποιούν ένα ποίημα |
- τα άνοστα μικρόψαρα που καταβροχθίζει η τούρνα, αξιοποιούνται μέσα στο κοιλιακό της εργοστάσιο και μεταβάλλονται σε νόστιμο κρέας (Potamianos, adapted) |
- η ανάλυση των συμβόλων μιας τέχνης δεν τα αξιοποιεί και αισθητικώς (Michelis) |
- θαύμασα τον πρωτότυπο τρόπο, με τον οποίο ο σκηνοθέτης αξιοποιούσε ένα μέτριο κείμενο (Chatzinis)
- ⓐ consider worthy, dignify (syn καταξιώνω):
- ~ την προσωπικότητα του ανθρώπου |
- ο Λούθηρος και ο Kαλβίνος αξιοποίησαν την εργασία ως εντολή του θεού προς τον άνθρωπο (Theodorakop)
- ② make known or acceptable, promote, advance (syn L προάγω, προωθώ):
- αξιοποιείται το έργο του ποιητή |
- αξιοποίησαν την άλλοτε περιφρονημένη σταφίδα |
- θέλουν ν' αξιοποιήσουν τη μητρική μας γλώσσα |
- τα χριστιανικά βιώματα του πνεύματος αξιοποιήθηκαν και προβλήθηκαν εντατικά (Theotokas) |
- αξιοποιήθηκε ο λαϊκός παραδοσιακός βίος κ' έγιναν κατανοητές οι κατευθύνσεις αυτές προς τα ελληνικά έθιμα και τις παραδόσεις (Loukatos)
- ③ make useful or productive, develop (near-syn εκμεταλλεύομαι):
- αξιοποιούνται τα αξιοθέατα, οι παραλίες |
- αξιοποιούνται τα σκουπίδια της πόλης |
- αξιοποιούνται οι φυσικοί πόροι της γης |
- η χώρα αξιοποιείται γεωργικά |
- δεν είχαμε τα οικονομικά μέσα να βελτιώσουμε και να αξιοποιήσουμε τα κτήματα (Evelpidis) |
- τα μοναστήρια δεν μπορούν ν' αξιοποιήσουν τις μεγάλες εκτάσεις του τόπου (Vacalop, adapted)
- ④ make good use of, utilize, exploit (near-syn χρησιμοποιώ):
- ~ τους κόπους, τον χρόνο μου |
- ~ τις δυνατότητες, τη μνήμη, την πείρα, τις σπουδές μου |
- ~ πλεονεκτήματα, προσόντα, ταλέντα |
- αξιοποιούν τα βάθη των ωκεανών, τα μεταλλεία της χώρας, τα υλικά της περιοχής |
- η πολιτική αξιοποιεί τις κατακτήσεις των επιστημών |
- η σύγχρονη τεχνική δεν αξιοποιείται εντελώς |
- αξιοποιούν φιλίες και σχέσεις |
- θα αξιοποιήσει την καλή διάθεση που υπάρχει |
- ~ μια ευκαιρία I take advantage of an opportunity |
- δεν αξιοποίησαν ικανοποιητικά τις ειδήσεις του |
- δε φαίνεται να έχει διάθεση ν' αξιοποιήσει πρακτικώς την μαθηματική του ιδιοφυΐα (Karagatsis) |
- το σύνολο του πνευματικού κόσμου δεν ήταν ώριμο για να δεχθεί και ν' αξιοποιήσει τη διδασκαλία του (Dimaras) |
- δεν αξιοποιεί μυθιστορηματικά, με τις σχέσεις και τους δεσμούς των προσώπων, το θέμα του (Sachinis) |
- poem .. αρχίσαμε ν' αξιοποιούμε | κιόλας | .. τις νέες μας εμπειρίες | (Ritsos)
[fr kath (neol) αξιοποιώ, cpd of άξιος & ποιώ]
- ① make worthy or valuable, upgrade, improve (near-syn βελτιώνω L, καλυτερεύω):