Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιοποιήσιμος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξιοποιήσιμος -η -ο [aksiopiísimos] Ε5 : που μπορεί να αξιοποιηθεί: Περιοχή τουριστικά αξιοποιήσιμη.

[λόγ. αξιοποιη- (αξιοποιώ) -σιμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξιοποιήσιμος, -η, -ο [aksiopiísimos] (L)
  • which can be utilized or exploited, usable:
    • ~ χώρος, αξιοποιήσιμα αποθέματα |
    • φορολογούνται οι μη αξιοποιήσιμες αγροτικές περιουσίες

[fr kath (neol) αξιοποιήσιμος, der of αξιοποιώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες