Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξιοπιστία η [aksiopistía] Ο25 : η ιδιότητα του αξιόπιστου· η εμπιστοσύνη που εμπνέει κάποιος στους άλλους σχετικά με αυτά που λέει ή κάνει: Aμφισβητείται η ~ του μάρτυρα. H ~ των πηγών του είναι αμφίβολη.
[λόγ. < ελνστ. ἀξιοπιστία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιοπιστία [aksiopistía] η, (L)
- ① credibility, reliability, trustworthiness (ant αναξιοπιστία):
- ~ των απομνημονευμάτων, των πηγών, των στοιχείων |
- ο αναγνώστης μπορεί να σχηματίσει μόνος του μία ιδέα για την ~ του βιβλίου
- ⓐ trustworthiness, reliability, dependability:
- ~ της κυβέρνησης, των μαρτύρων |
- η ηγεσία του ελεύθερου κόσμου από συμβιβασμό σε συμβιβασμό έχασε κάθε γόητρο και κάθε ~ (Christidis)
- ② commerce soundness, solvency, creditability (near-syn το αξιόχρεο):
- η ~ της Oλυμπιακής Aεροπορίας είναι μεγάλη διεθνώς διότι έχει και την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου
[fr postmed (Somavera) ← PatrG, K ἀξιοπιστία, this fr K ἀξιόπιστος]
- ① credibility, reliability, trustworthiness (ant αναξιοπιστία):