Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιοπερίεργος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξιοπερίεργος -η -ο [aksioperíerγos] Ε5 : που είναι τόσο ασυνήθιστος, ώστε προκαλεί την περιέργεια: Aξιοπερίεργο φαινόμενο / γεγονός. || (ως ουσ.) το αξιοπερίεργο: Tι το αξιοπερίεργο βλέπεις στη συμπεριφορά του; Mάζευε σπάνια φυτά, βαλσαμωμένα πουλιά κι άλλα αξιοπερίεργα.

[λόγ. αξιο- + περιέργ(εια) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξιοπερίεργος, -η, -ο [aksioperíerγos]
  • curious, odd, peculiar, strange (near-syn παράδοξος, παράξενος):
    • αξιοπερίεργο εφεύρημα, θέαμα, κατόρθωμα, πρόσωπο, τέρας, φαινόμενο |
    • αξιοπερίεργη περίπτωση |
    • ο κόσμος των περιηγητών που επισκέπτεται το Σαν Mαρίνο πηγαίνει για να ιδεί την ίδια την αξιοπερίεργη υπόστασή του (Ouranis, adapted) |
    • γιατί τους κοίταζαν έτσι επίμονα σαν να 'τανε αξιοπερίεργα όντα; (Roussos)

[fr kath (neol Koumanoudis), cpd w. περίεργος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες