Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξιομνημόνευτος -η -ο [aksiomnimóneftos] Ε5 : που είναι τόσο σημαντικός ή ξεχωριστός, ώστε αξίζει να τον αναφέρει και να τον θυμάται κάποιος: Aξιομνημόνευτα γεγονότα. Aξιομνημόνευτη χρονολογία.
[λόγ. < αρχ. ἀξιομνημόνευτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιομνημόνευτος, -η, -ο [aksiomnimóneftos]
- ① worthy to be remembered, memorable (syn αξιοθύμητος):
- ~ ήρωας, πρόγονος |
- αξιομνημόνευτη αντίσταση, ηδονή, μάχη, νίκη, πράξη, πληροφορία, προσφορά |
- αξιομνημόνευτες ιστορίες, ώρες |
- αξιομνημόνευτο βράδυ, όνομα, περιστατικό, σημείο |
- πρέπει το ιστορικό γεγονός να είναι αξιομνημόνευτο και δεμένο με την ιστορική εξέλιξη· αλλιώς είναι ένα απλό ανέκδοτο (Evelpidis) |
- ο Σεπτέμβριος του 1964 θα αποτελέσει μιαν αξιομνημόνευτη σελίδα της εκπαιδευτικής μας ιστορίας (Papanoutsos)
- ② worthy to be mentioned, notable (syn phr άξιος μνείας L, syn αξιόλογος 1, αξιοσημείωτος):
- αξιομνημόνευτη έκδοση, περίπτωση, ποιότητα |
- αξιομνημόνευτες σχέσεις |
- αξιομνημόνευτο αποτέλεσμα, διήγημα, έγγραφο, κείμενο, κτίριο |
- δε συνέβηκε τίποτα το αξιομνημόνευτο nothing worth mentioning happened |
- εργασία αξιομνημόνευτη για την προσφορά της work notable for its contribution |
- η συμμετοχή του στην τελευταία επανάσταση είναι αξιομνημόνευτη γιατί αυτός συνετέλεσε ώστε να λυθεί ο ναυτικός αποκλεισμός (Tzartzanos) |
- οι τάφοι των βασιλέων είναι ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα αρχαιολογικά μνημεία της Kύπρου (Panagiotop) |
- από το κριτικό έργο του Bάρναλη αξιομνημόνευτη είναι η μελέτη που τιτλοφορείται "O Σολωμός χωρίς μεταφυσική" (Dimaras)
[fr kath ← postmed (Somavera) αξιομνημόνευτος]
- ① worthy to be remembered, memorable (syn αξιοθύμητος):