Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιομίμητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξιομίμητος -η -ο [aksiomímitos] Ε5 : που αξίζει να τον μιμηθεί κάποιος: Aξιομίμητες πράξεις.

[λόγ. < ελνστ. ἀξιομίμητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξιομίμητος, -η, -ο [aksiomímitos]
  • worthy of imitation, worth copying, imitable:
    • ~ χαρακτήρας |
    • αξιομίμητη πράξη, συμπεριφορά |
    • αξιομίμητο πρότυπο |
    • έδινε το άλογο το πλέον αξιομίμητο, το πλέον ιερό παράδειγμα πώς να ζει κανείς και πώς να πεθαίνει (Palam) |
    • στο δούλεμα του μαρμάρου και στο χύσιμο του χαλκού οι Ίωνες ήταν τότε αξιομίμητοι μαστόροι (Miliadis)

[fr kath ← postmed (Somavera), MG αξιομίμητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες