Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξιολύπητος -η -ο [aksiolípitos] Ε5 : του οποίου η κατάσταση είναι τόσο άθλια, ώστε προκαλεί τον οίκτο, τη λύπηση ή τη συμπάθειά μας: ~ άνθρωπος. H κατάστασή τους είναι αξιολύπητη.
αξιολύπητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. αξιο- + λυπη- (λυπώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιολύπητος, -η, -ο [aksiolípitos]
- ① worthy of or exciting pity, pitiful, pitiable (syn phr άξιος λύπης, syn αξιοθρήνητος, ant αξιοζήλευτος, αξιοθαύμαστος):
- ~ άνθρωπος, γέρος, ήρωας, καλλιτέχνης |
- αξιολύπητη κόρη, ύπαρξη |
- αξιολύπητο παιδί, πλάσμα |
- τώρα σώζονται μόνο λίγες κολώνες του ναού αξιολύπητες (ChZalokostas) |
- καθένας ήθελε να φανεί άκακο και αξιολύπητο θύμα (Karkavitsas) |
- ο άνθρωπος αυτός για τον οποίο μιλάτε είναι ~, όχι αξιοθαύμαστος, προς θεού (Terzakis)
- ② sad, miserable, wretched (syn θλιβερός, ταλαίπωρος):
- αξιολύπητο θέαμα, ύφος |
- τον βρήκα σε αξιολύπητη δυστυχία I found him in a sad state of poverty |
- οι αξιολύπητες καταθέσεις πολλών μαρτύρων κατηγορίας |
- είχε ένα αξιολύπητο πρόσωπο και χέρια βασανισμένα (KPapa)
[fr kath (neol Koumanoudis) αξιολύπητος; cf AG ἀλύπητος]
- ① worthy of or exciting pity, pitiful, pitiable (syn phr άξιος λύπης, syn αξιοθρήνητος, ant αξιοζήλευτος, αξιοθαύμαστος):