Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξιολόγηση η [aksiolójisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αξιολογώ· προσδιορισμός της αξίας, της σημασίας, της ποιότητας ενός πράγματος με καθορισμένα κριτήρια: ~ αναγκών / στοιχείων / ζημιών. Έγινε προσπάθεια αξιολόγησης των μνημείων. Mε βάση την ~ των μαθητών / των νέων δεδομένων.
[λόγ. αξιολογη- (αξιολογώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιολόγηση [aksiolóyisi] η, gen αξιολόγησης & αξιολογήσεως
- ① judgment of worth, quality etc, value judgment, evaluation, appraisal, assessment (syn αποτίμηση, εκτίμηση, αξιολογία 3):
- ~ έργων τέχνης, επιτευγμάτων, ποίησης, των ποιητών |
- αισθητική, επιπόλαιη, καλλιτεχνική, συγκριτική ~ |
- η ορθότητα της αξιολόγησης |
- προγράμματα αξιολόγησης των στοιχειωδών μαθηματικών |
- η ~ της προσωπικότητας του ποιητή |
- εκείνο που ξεχωρίζει τον πολιτισμό των Παπούα απ' το δικό μας είναι η ~ της γυναίκας |
- εκείνο που κυρίως ωθούσε στην ~ της βυζαντινής τέχνης ήταν η αρχαιολογική έρευνα (Michelis) |
- η ~ της επιτυχίας ή της αποτυχίας να γίνεται με όσο το δυνατόν αντικειμενικά κριτήρια (Papanoutsos)
- ⓐ critical evaluation:
- ~των σχολίων του χειρογράφου |
- κατάταξη και ~των πηγών |
- βιβλιογραφία με ~| η ~ των ιστοριογράφων γίνεται με πολλές αρετές ως κριτήρια (Kanellop)
- ⓑ ranking, grading:
- για να ενισχύσει το αποτέλεσμα, θα πρέπει ο δάσκαλος να αποφύγει κάθε προσπάθεια διόρθωσης και αξιολόγησης του έργου του μαθητή (Geros)
- ② improvement (syn καλυτέρευση, αξιοποίηση 1):
- ιστορία υπάρχει από τότε που ο άνθρωπος τολμάει να διακινδυνεύσει και να θυσιάσει τη ζωή του όχι για την υλική της στερέωση, αλλά για την ηθική της αξιολόγηση (Theodorakop) |
- ο Πλάτων δεν έπαυσε ποτέ να πιστεύει στην άριστη πολιτεία ως ανυπέρβλητο κανόνα για την κατεύθυνση και την ~της πολιτικής ζωής (Despotop)
- ⓒ development, exploitation (syn αξιοποίηση 4):
- εξασφαλίσθηκε η συμμετοχή του τοπικού πληθυσμού στην ~ των παραγωγικών δυνατοτήτων της περιοχής (Zachareas) |
- κανείς δεν είπε να εμποδίσει την αρχαιολογική ~ των πατρογονικών κληρονομημάτων· θα ήταν μάλιστα πολύ γραφικό αν τα τουριστικά περίπτερα των αρχαιολογικών χώρων εκτίζονταν με τον λαϊκό αρχιτεκτονικό ρυθμό (Loukatos)
[der of αξιολογώ]
- ① judgment of worth, quality etc, value judgment, evaluation, appraisal, assessment (syn αποτίμηση, εκτίμηση, αξιολογία 3):