Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξιολογικός -ή -ό [aksiolojikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με την αξιολόγηση, που προϋποθέτει αξιολόγηση: Aξιολογικά κριτήρια. Aξιολογική κλίμακα. 2. που έχει σχέση με την αξιολογία: Aξιολογικές προτάσεις.
αξιολογικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. axiologique < axiolog(ie) = αξιολογ(ία) -ique = -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιολογικός, -ή, -ό [aksioloyikós] (L)
- evaluative (near-syn εκτιμητικός):
- αξιολογική αποτίμηση, απόχρωση, διάκριση, εκλογή, εκτίμηση, ιδιότητα, κατάταξη, κρίση, σύγκριση, τοποθέτηση, υπεροχή, υποτίμηση |
- ~κόσμος, όρος, χαρακτήρας |
- αξιολογικό πεδίο, περιεχόμενο, σφάλμα |
- στη συζήτηση διασταυρώνονται ιδεολογικές και αξιολογικές απόψεις του θέματος, αντιλήψεις και σταθμίσεις που αναφέρονται στην "ουσία" ή στην "τιμή" των πραγμάτων (Papanoutsos) |
- η ιστορική πορεία του ανθρώπου αποτελεί αξιολογική εξέλιξη από το κατώτερο στο ανώτερο (Theodorakop) κάθε προσπάθεια ν' αναζητηθεί ένα κριτήριο στον προσδιορισμό μιας εννοίας δικαιοσύνης είναι μάταιη και καταντά υποκειμενική αξιολογική κρίση (Nestor) |
- η επιλογή δεν οφείλεται σε αξιολογικά κριτήρια, αλλά στο ότι κρίνομε πως παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Έλληνα μελετητή (Dragona-M)
- ⓐ philos concerned w. the study of fundamental values, based on intrinsic values, axiological:
- αξιολογική πρόταση, κατηγορία, ηθική, ποιότητα
- ⓑ of or in grade or rank, graded, hierarchical:
- αξιολογική κλίμακα, σειρά |
- ποια λοιπόν είναι η σχετική μας αξιολογική θέση στην ιεραρχία του NATO; (Christidis)
[der of αξιόλογος]
- evaluative (near-syn εκτιμητικός):