Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιολάτρευτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξιολάτρευτος -η -ο [aksiolátreftos] Ε5 : που είναι τόσο χαριτωμένος, καλός και συμπαθητικός, ώστε γεννά στους άλλους αισθήματα αγάπης και μεγάλης συμπάθειας: ~ άνθρωπος. Aξιολάτρευτη κοπέλα. αξιολάτρευτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αξιο- + λατρεύ(ω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξιολάτρευτος, -η, -ο [aksiolátreftos]
  • adorable, charming (near-syn αξιαγάπητος):
    • αξιολάτρευτη γυναίκα, σύζυγος |
    • αξιολάτρευτο κοριτσάκι |
    • αξιολάτρευτα εγγονάκια |
    • αξιολάτρευτο παίξιμο, καπρίτσιο |
    • ~τρόπος, τόπος |
    • τα ίχνη των Παρνασσικών δείχνονται σαν ψιθύρισμα του πάντοτε αξιολατρεύτου μου Σ.Π. (Palam)

[fr kath (neol Koumanoudis) αξιολάτρευτος, cpd w. λατρευτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες