Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξιοκρατία η [aksiokratía] Ο25 : η επιλογή, προώθηση ή επικράτηση εκείνων που αντικειμενικά είναι και θεωρούνται οι πιο άξιοι και ικανοί: H ~ στις προσλήψεις του δημοσίου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη βελτίωση του επιπέδου των υπηρεσιών που προσφέρονται στους πολίτες. ANT αναξιοκρατία.
[λόγ. αξιο- + -κρατία μτφρδ. αγγλ. meritocracy (-cracy = -κρατία)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιοκρατία [aksiokratía] η, (L)
- ① philos etc doctrine or system governed by values:
- ως απλό γεγονός, η πράξη είναι μέσα στη σειρά της αιτιοκρατίας, ως αξία όμως και ηθικό κατόρθωμα είναι μέσα στον κόσμο της αξιοκρατίας (Theodorakop)
- ② polit sc government according to merit, meritocracy:
- η μαζοποίηση αποθαρρύνει τους αρίστους και καταργεί την ( |
- ζητούν ( και όχι φαυλοκρατία |
- στη χώρα μας δεν υπάρχει ~, υπάρχει ευνοιοκρατία, επιρροή, ρουσφέτι
[fr kath (neol) αξιοκρατία, cpd of αξία & combin. form -κρατία on analogy of ευνοιο-, ικανο-, φαυλοκρατία etc]
- ① philos etc doctrine or system governed by values: