Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξιοκαταφρόνητος -η -ο [aksiokatafrónitos] Ε5 : που είναι τόσο ασήμαντος και ανάξιος λόγου, ώστε αξίζει την περιφρόνηση, την αδιαφορία μας, συνήθ. με άρνηση για να δηλώσει εμφαντικά το αντίθετο· ευκαταφρόνητος: Tα προσόντα του δεν είναι καθόλου αξιοκαταφρόνητα.
[λόγ. < ελνστ. ἀξιοκαταφρόνητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιοκαταφρόνητος, -η, -ο [aksiokatafrónitos] (L) (& αξιοκαταφρόνετος)
- ① worthy of contempt, contemptible, despicable, base (syn αξιοπεριφρόνητος 1):
- οι άνθρωποι της εποχής μας έγιναν πραγματικά αξιοκαταφρόνητοι (Athanasiadis-N) |
- χωρίς αρετή είναι ~ ο πλούτος (id.) |
- θεωρούν τους ταυρομάχους αξιοκαταφρόνητους (Fteris)
- ② inconsequential, insignificant, trivial (syn αξιοπεριφρόνητος 2, ευκαταφρόνητος L, ασήμαντος, ant σημαντικός):
- αντίπαλος όχι ~ |
- οι αρετές του δεν είναι αξιοκαταφρόνητες |
- το ποσοστό της εγκληματικότητας στον τόπο τους δε φαίνεται να είναι καθόλου αξιοκαταφρόνητο (Theotokas) |
- ο μόχθος στάθηκε βαρύς, μα και το κατόρθωμα δεν ήταν αξιοκαταφρόνετο (Panagiotop)
[fr kath αξιοκαταφρόνητος ← MG (4th c.)]
- ① worthy of contempt, contemptible, despicable, base (syn αξιοπεριφρόνητος 1):