Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιοθαύμαστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξιοθαύμαστος -η -ο [aksioθávmastos] Ε5 : που του αξίζει ο θαυμασμός: Έχει μια αξιοθαύμαστη υπομονή και επιμονή σε όλα τα πράγματα.

[λόγ. < αρχ. ἀξιοθαύμαστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξιοθαύμαστος, -η, -ο [aksioθávmastos]
  • wonderful, marvellous, superb (syn θαυμάσιος, θαυμαστός):
    • ~ αγώνας, ποιητής, τεχνίτης |
    • αξιοθαύμαστη αρετή, δεξιότητα, δύναμη, εκφραστικότητα, οξυδέρκεια |
    • αξιοθαύμαστη δραστηριότητα, ενότητα, ποικιλία, πράξη, προσπάθεια |
    • αξιοθαύμαστο βιβλίο, έργο, μνημονικό, παράδειγμα |
    • αξιοθαύμαστα μάτια |
    • adv phr με αξιοθαύμαστο τρόπο admirably, wonderfully (syn αξιοθαύμαστα) |
    • η νίκη των Eλλήνων ήταν αξιοθαύμαστη |
    • ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός υπήρξε ~ |
    • η τέχνη του δεν είχε τίποτε το αξιοθαύμαστο |
    • για καθεμιά πολιτεία υπάρχει και κάτι ιδιαίτερα αξιοθαύμαστο (Venizis) |
    • ένα κεφάλαιο έχει χειριστεί ο Kαραγάτσης με αξιοθαύμαστη μαεστρία (Chatzinis, adapted) |
    • είναι ~ ο όγκος των θεατρικών έργων που άφησε (Karantonis)

[fr postmed (Somavera) αξιοθαύμαστος ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες