Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιοθέατο [aksioθéato] το, usu pl αξιοθέατα τα,
- place worth seeing, sight-seeing attraction, sight, (in pl) the sights:
- τα αξιοθέατα του νησιού, της πόλεως, της χώρας, του Mυστρά |
- βλέπω, γυρίζω, δείχνω, επισκέφτομαι τα αξιοθέατα |
- κάνει το ταξίδι να χαρεί ένα από το πλήθος των αξιοθέατων που έχει να επιδείξει η Pουμανία (Ouranis) |
- γραφικό λιμανάκι στις ακτές της πολιτείας, τουριστικό ~ (Decavalles) |
- η πόλη διαφημίζει τα θερμά λουτρά της και τ' αξιοθέατά της (Ouranis)
[fr kath το αξιοθέατον, substantiv. n of αξιοθέατος]
- place worth seeing, sight-seeing attraction, sight, (in pl) the sights:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξιοθέατος -η -ο [aksioθéatos] Ε5 : που αξίζει να τον δει κανείς. || (ως ουσ.) τα αξιοθέατα, μνημεία ή τοπία ιδιαίτερης ομορφιάς ή σπουδαιότητας που αξίζει να τα επισκεφθεί κανείς ως επισκέπτης, ως τουρίστας: Είδατε όλα τα αξιοθέατα της Θεσσαλονίκης;
[λόγ. < αρχ. ἀξιοθέατος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιοθέατος, -η, -ο [aksioθéatos] (L)
- well worth seeing:
- αξιοθέατη τοποθεσία, χώρα |
- αξιοθέατο κτίριο, μνημείο |
- η Bέρνη είναι η πιο αξιοθέατη πολιτεία του κόσμου (Chatzinis) |
- μπορούσες να συναπαντήσεις .. ανθρώπους της ανατολής, μελαμψούς, πολυθόρυβους, φαντασμαγορικούς και αξιοθέατους (Panagiotop)
[fr kath αξιοθέατος ← K, AG]
- well worth seeing: