Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιοζήλευτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξιοζήλευτος -η -ο [aksiozíleftos] Ε5 : που αξίζει να τον ζηλεύουν, να τον θαυμάζουν ή να τον επιθυμούν· ζηλευτός. αξιοζήλευτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αξιο- + ζηλεύ(ω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξιοζήλευτος, -η, -ο [aksiozíleftos] (L)
  • attracting envy or admiration, enviable, desirable (near-syn αξιοθαύμαστος, ζηλευτός, ant αξιολύπητος 1, αξιοθρήνητος):
    • αξιοζήλευτη δεξιοτεχνία, ζωή, θέση, σιγουριά, φήμη |
    • αξιοζήλευτες αρετές, ιδιότητες |
    • αξιοζήλευτο αξίωμα, επίτευγμα, ηθικό, προνόμιο |
    • το βιοτικό επίπεδο στην Kίνα δεν είναι αξιοζήλευτο |
    • ο K. Π. έκαμε ένα αξιοζήλευτο ντεμπούτο |
    • adv phr με αξιοζήλευτο τρόπο enviably |
    • έτσι τελειώνουν οι ευτυχισμένοι, δηλαδή οι πιο αξιοζήλευτοι ήρωες (Kazantz) |
    • η μνήμη του τεράστια, αξιοζήλευτη, πάνω σε θέματα όλων των κύκλων του επιστητού (Petsalis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αξιοζήλευτος, cpd w. ζηλευτός (: ζηλεύω); cf postmed (Somavera) αξιοζούλευτος (: ζουλεύω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες