Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξιοδάκρυτος -η -ο [aksioδákritos] Ε5 : αξιοθρήνητος: H κατάστασή του ήταν αξιοδάκρυτη.
αξιοδάκρυτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀξιοδάκρυτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιοδάκρυτος, -η, -ο [aksioDákritos] (L)
- deplorable, lamentable, pitiable (syn αξιοθρήνητος, αξιολύπητος):
- αξιοδάκρυτο αποτέλεσμα, θύμα |
- χωρίς το παραμύθι ο άνθρωπος θ' απόμενε το πιο αξιοδάκρυτο αγρίμι (Melas, adapted) |
- έργο και ηθοποιοί ήταν αξιοδάκρυτοι (Athanasiadis-N) |
- στη λυπητερή βιτρίνα ήταν παλιά όργανα αξιοδάκρυτα (Venezis) |
- folks. ω έρωτ' αξιοδάκρυτε, γιατί δεν κρένεις ίσια; (Passow)
[fr MG αξιοδάκρυτος]
- deplorable, lamentable, pitiable (syn αξιοθρήνητος, αξιολύπητος):