Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιναριά [aksinarjá] η, (& ξιναριά)
- stroke, blow w. a pickaxe (syn χτύπημα):
- folkt του δίνει μια ~ στο κεφάλι και τον αφήνει στον τόπο (Loukatos) |
- έπιασε την αξίνα κ' έπαιξε τρεις ξιναριές στον τόπο που θ' ανοίγανε το λάκκο (Prevelakis) |
- poem στον τάφο που σας άνοιξα δε λείπει τίποτ' άλλο | παρ' η στερνή μου ξιναριά, έτοιμος να τον κάμω (Peresiadis)
[fr MG (hence also Pontic) αξιναρέα, der of K αξινάριον]
- stroke, blow w. a pickaxe (syn χτύπημα):