Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξιναριά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αξιναριά [aksinarjá] η, (& ξιναριά)
  • stroke, blow w. a pickaxe (syn χτύπημα):
    • folkt του δίνει μια ~ στο κεφάλι και τον αφήνει στον τόπο (Loukatos) |
    • έπιασε την αξίνα κ' έπαιξε τρεις ξιναριές στον τόπο που θ' ανοίγανε το λάκκο (Prevelakis) |
    • poem στον τάφο που σας άνοιξα δε λείπει τίποτ' άλλο | παρ' η στερνή μου ξιναριά, έτοιμος να τον κάμω (Peresiadis)

[fr MG (hence also Pontic) αξιναρέα, der of K αξινάριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες