Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξινάρι [aksinári] το, (& ξινάρι & Melas ξινιάρι)
- ① small pickaxe, small mattock:
- πήρε το ~και πήγε να σκάψει |
- ο μηχανικός δεν έβαλε στο νου του πως μιαν ημέρα το ξινάρι του μεταλλωρύχου θα έπαυε να αντιλαλεί (Floros)
- ② hatchet, axe (syn τσεκούρι):
- πεζοί, καβαλαραίοι, χίλιων ειδών άρματα, μαχαίρια, ξινιάρια και κοντάρια κλ (Melas) |
- πήρε το ξινάρι κ' έκοψε μιαν αγκαλιά αβασταγές (Myriv) |
- poem κρατούσε το ~ κ' έκοβε μες στα ρουμάνια στράτα (Kazantz Od 13.345)
[fr MG αξινάριον/αξινάριν (& ξινάριν) ← PatrG, K αξινάριον, der of αξίνη]
- ① small pickaxe, small mattock:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιναριά [aksinarjá] η, (& ξιναριά)
- stroke, blow w. a pickaxe (syn χτύπημα):
- folkt του δίνει μια ~ στο κεφάλι και τον αφήνει στον τόπο (Loukatos) |
- έπιασε την αξίνα κ' έπαιξε τρεις ξιναριές στον τόπο που θ' ανοίγανε το λάκκο (Prevelakis) |
- poem στον τάφο που σας άνοιξα δε λείπει τίποτ' άλλο | παρ' η στερνή μου ξιναριά, έτοιμος να τον κάμω (Peresiadis)
[fr MG (hence also Pontic) αξιναρέα, der of K αξινάριον]
- stroke, blow w. a pickaxe (syn χτύπημα):
[Λεξικό Κριαρά]
- αξινάριν το· ’ξινάριν.
-
- Σκαπάνη στενή, τσάπα:
- εσκίσαν μέσα την κερατσίαν με το ’ξινάριν (Mαχ. 6416).
[μτγν. ουσ. αξινάριον. Τ. ‑ι, κ.ά. ιδιωμ. O τ. και σήμ. κυπρ. H λ. και σήμ. ποντ.]
- Σκαπάνη στενή, τσάπα: