Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξιαγάπητος -η -ο [aksiaγápitos] Ε5 : για κπ. που αξίζει να τον αγαπούν, που γίνεται αγαπητός με τον καλόκαρδο χαρακτήρα του.
[λόγ. < ελνστ. ἀξιαγάπητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιαγάπητος, -η, -ο [aksiaγápitos]
- lovable, lovely, amiable, charming, sweet (syn L αξιέραστος, near-syn αξιολάτρευτος, συμπαθητικός):
- ~ ηθοποιός, λαός, τόπος, φίλος |
- αξιαγάπητη γυναίκα, ειλικρίνεια, πόλη, σεμνότητα |
- αξιαγάπητο μνημείο, πρόσωπο, χαμόγελο |
- δεν κατηγόρησα τους Iσπανούς που και εγώ τους βρίσκω αξιαγάπητους (Papanoutsos) |
- ήταν ~ με τη χαριτωμένη ξεδιαντροπιά του (Karagatsis) |
- ο τρόπος που έβηχε και που καθάριζε τη μύτη της ήταν ~ (Charitaki) |
- poem κι όταν νυστάζουν οι άνθρωποι είναι τόσο καλοί κι αξιαγάπητοι (Ritsos)
[fr kath αξιαγάπητος ← PatrG]
- lovable, lovely, amiable, charming, sweet (syn L αξιέραστος, near-syn αξιολάτρευτος, συμπαθητικός):