Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αξιέπαινος, επίθ.
-
- (Προκ. για πολύτιμο αντικείμενο) θαυμαστός:
- (Aρσ., Kόπ. διατρ. [983]).
[αρχ. επίθ. αξιέπαινος. H λ. και σήμ.]
- (Προκ. για πολύτιμο αντικείμενο) θαυμαστός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξιέπαινος -η -ο [aksiépenos] Ε5 : για κπ. που αξίζει τον έπαινο, που είναι άξιος επαίνου: Είναι αξιέπαινοι οι εργαζόμενοι νέοι που σπουδάζουν. || Έγινε μια αξιέπαινη προσπάθεια.
αξιέπαινα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀξιέπαινος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιέπαινος, -η, -ο [aksiépenos] (L)
- praiseworthy, laudable, commendable (syn επαινετός, ant αξιοκατάκριτος):
- αξιέπαινη προσπάθεια, πρωτοβουλία |
- αξιέπαινα έργα, ποιήματα |
- αγωνίζεται μ' αξιέπαινο κόπο να καταπνίξει το αίσθημά του (Xenop) |
- δε μ' ενδιαφέρει αν ο σκοπός είναι αξιοκατάκριτος ή ~ (Panagiotop) |
- να διαμαρτύρεσαι για την αδικία και την απανθρωπία στις κεφαλαιοκρατικές χώρες είναι αξιέπαινο (Roufos)
[fr postmed (Somavera) αξιέπαινος ← MG (Kriaras' Lex) ← K, AG]
- praiseworthy, laudable, commendable (syn επαινετός, ant αξιοκατάκριτος):