Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιάδα [aksjáDa] η, (region. & lit αξάδα)
- ability, capability, prowess (syn αξιά 2, αξιοσύνη 2):
- η γριά το χε απ' ανέκαθε μέσα στην καρδιά της το παλληκάρι για την προκοπή και την ~ του (Christomanos) |
- ήρθε η ώρα η μεγάλη να φορέσει το σκάφαντρο κι ο Πίκουρης και να δείξει την αξάδα του (Zappas) |
- poem σα νά 'ρθα κι αρματώθηκα σε κλέφτικο λημέρι, | νοιώθω ν' αξαίνει η αξάδα μου κ' εγώ δεν ξέρω πούθε (Athanas)
[der of άξιος; cf φρεσκάδα (: φρέσκος), γλυκάδα (: γλυκός) etc]
- ability, capability, prowess (syn αξιά 2, αξιοσύνη 2):