Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξημέρωτος -η -ο [aksimérotos] Ε5 : για μακριά νύχτα, που νομίζει κανείς ότι δε θα τελειώσει, ότι δε θα ξημερώσει.
αξημέρωτα ΕΠIΡΡ πολύ νωρίς, πριν ξημερώσει: Ξυπνάει ~. [α- 1 ξημερώ(νει) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξημέρωτος, -η, -ο [aksimérotos]
- ① not overtaken by dawn, (being, acting) before daybreak:
- φτάσαμε στο χωριό αξημέρωτοι |
- μια μαύρη νύχτα ο γιατρός σηκώθηκε ~ απ' τη σκηνή του κλ (Myriv)
- ② who/which has not seen the light of dawn, before daybreak:
- ~ ουρανός, αξημέρωτη αυγή |
- αξημέρωτο πρωινό, φεγγάρι, χάραγμα |
- πέθανε ~ |
- phr ~ να 'σαι! may you not live through the night |
- poem και λόγια φτερωτά στ' αφτιά μού ρίχτει, |..| για ανίδωτα άλλα κάλλη μυστικά | και νυφικά αξημέρωτα κρεβάτια (Delis)
- ⓐ not followed by dawn, never-ending (of night) (syn ατέλειωτη):
- οι αξημέρωτες νύχτες του χειμώνα έχουν δώσει πλούσιους καρπούς (Athanasiadis-N) |
- poem όσο αξημέρωτ' είν' η νύχτα που κυκλώνει σε, | τόσο αβασίλευτη σου πλάθεται μια μέρα (Palam)
- ③ unlighted, dark (near-syn σκοτεινός):
- αξημέρωτο σπήλαιο |
- λιώσε τα χρόνια τα βαριά, βαρύτερα από της καρδιάς την πέτρα, που πλακώνει την ελπίδα και την αξημέρωτη χαρά (Vlachogiannis) |
- εκείνη την αξημέρωτη ώρα της σκλαβιάς, που η σκιά του καταχτητή έπεφτε βαριά, η χρήση του δυναμίτη δε λογαριάζονταν για έγκλημα (Zappas) |
- poem ο πολυβάσανος δε μίλησε, βαριά 'ταν η καρδιά του, | και κατασκότεινο, αξημέρωτο το μέγα μέτωπό του (Kazantz Od 22.917)
[cpd w. *ξημερωτός (: ξημερώνω)]
- ① not overtaken by dawn, (being, acting) before daybreak: