Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξημέρωτα [aksimérota] adv
- before daybreak, before dawn (syn άκραχτα, αχάραγα):
- με τον ύπνο στα μάτια, άκουσα ~ κάτι αλογοπεταλιές στο καλντερίμι (Prevelakis) |
- εκείνο το πρωί σηκώθηκε ~ κ' έφυγε, άνιφτος, αμίλητος (KMitropoulou) |
- poem με τις στάμνες μας στη βρύση | πήγαμε ~(Stavrou Ar)
[der of αξημέρωτος]
- before daybreak, before dawn (syn άκραχτα, αχάραγα):