Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξεχώριστος -η -ο [aksexóristos] Ε5 : που δεν μπορεί να διακριθεί ή να διαχωριστεί από κτ. άλλο· αδιαχώριστος.
αξεχώριστα ΕΠIΡΡ. [α- 1 ξεχωρισ- (ξεχωρίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξεχώριστος, -η, -ο [aksexóristos]
- ① inseparable, undetachable (syn αναπόσπαστος a, αχώριστος):
- περιεχόμενο και μορφή είναι αλληλένδετα και αξεχώριστα (Stavrou Ar) |
- κάθε νοητικό ενέργημα είναι αξεχώριστο από ένα αντικείμενο (Georgoulis) |
- αποκτούν τέτοια οργανική συνοχή με το κύριο σώμα, που φαίνονται σαν αξεχώριστα μέλη του (Chatzidakis) |
- η τέχνη και η πολιτεία αδελφωμένες σαν αξεχώριστες δυνάμεις κρατούσαν ψηλά το νόημα της ζωής (Miliadis)
- ⓐ very close, inseparable:
- ~ σύντροφος, αξεχώριστο ταίρι |
- πάντα η συγγένεια ψυχής και σώματος μου φαίνοταν πολύ στενή, αξεχώριστη (Palam) |
- αυτή η προσπάθεια θα έχανε πάμπολλα από την επιβολή της αν δεν στηριζόταν σ' ένα θερμό και αξεχώριστο αγκάλιασμα της δημοτικής γλώσσας (Chourmouzios)
- ② not separate, unseparated, mixed (ant ξεχωρισμένος, ξεχωριστός):
- όλα ήταν ανακατωμένα, αξεχώριστα, φριχτά (Venezis) |
- τα άσματα της αγάπης αξεχώριστα από τα νυφιάτικα θα περνούσαν απαρατήρητα (KPapa, adapted) |
- πολλοί και αξεχώριστοι όροι συνέτειναν στην διαμόρφωση του ρεμπέτικου τραγουδιού (IPetrop)
- ③ undivided or indivisible (syn αδιαίρετος 2, αδιάσπαστος):
- αξεχώριστη ενότητα, μονάδα |
- αξεχώριστο σύνολο |
- πατρίδα, μικάδος, θεοί, πρόγονοι κι απόγονοι είναι για τον Γιαπωνέζο μια αξεχώριστη, αθάνατη δύναμη (Kazantz) |
- ο ποιητής έχει τη δύναμη από τα σκόρπια αυτά κομμάτια να πλάσει έναν κόσμο ενιαίο και αξεχώριστο (Kakridis)
- ④ indistinguishable, indistinct, indiscernible (syn αξεδιάκριτος, αξεδιάλυτος 5b, ant ξέχωρος):
- αξεχώριστοι άνθρωποι, αξεχώριστες μορφές |
- από μέσα ακουγόνταν τώρα τα πνιχτά, τ' αξεχώριστα λογάκια του φίλου (Xenop) |
- από μια καταχνιά βγαίνουνε θαμπές κι αξεχώριστες θύμησες και διαβαίνουν μπροστά μου (AVlachos) |
- poem ω χώματα της γης μου, | μύρια κι αξεχώριστα σαν τα νερά (Sikel)
[fr postmed (Somavera) αξεχώριστος, cpd w. ξεχωριστός (: ξεχωρίζω)]
- ① inseparable, undetachable (syn αναπόσπαστος a, αχώριστος):