Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξεφλούδιστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξεφλούδιστος -η -ο [akseflúδistos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν ξεφλουδίσει, που δεν είναι ξεφλουδισμένο: Tα φρούτα τα τρώω αξεφλούδιστα, με τη φλούδα. Aυγά αξεφλούδιστα, με τα τσόφλια.

[α- 1 ξεφλουδισ- (ξεφλουδίζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξεφλούδιστος, -η, -ο [akseflúðistos]
  • whose outer skin (shell, bark) has not been removed, unpeeled, unskinned, unhusked, unhulled, unshelled (near-syn ακαθάριστος, ant ξεφλουδισμένος):
    • αγγούρι, φασόλι, φρούτο αξεφλούδιστο |
    • μην τρως αξεφλούδιστα τα σπόρια |
    • η φραγκόκοτα είχε ένα αστείο λοφίο στο κεφάλι της που έμοιαζε με πράσινο αξεφλούδιστο μυγδαλάκι (Angeloglou) |
    • poem α η δόλια, που αξεφλούδιστο έχω αφήσει | το αμοργιανό λινάρι μου (Stavrou Ar)

[cpd w. *ξεφλουδιστός (: ξεφλουδίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες