Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξεσουάρ το [aksesuár] Ο (άκλ.) : χρηστικό ή διακοσμητικό αντικείμενο που συμπληρώνει το ντύσιμο ενός ανθρώπου ή τον εξοπλισμό κάποιας κατασκευής: Γυναικεία ~, τσάντα, γάντια, ζώνη κτλ. ~ αυτοκινήτου, πρόσθετα όργανα μέτρησης, τάσια, καθρέφτες κτλ.
[λόγ. < γαλλ. accessoires (πληθ.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξεσουάρ [aksesuár] το, indecl
- ① article or device which adds to the beauty, convenience or effectiveness of a person or machine, accessory:
- αντρικά, γυναικεία~ |
- συνδυασμός των ~ |
- το καλσόν είναι το πιο πολύτιμο ~ του χειμώνα |
- πωλούνται γνήσια ευρωπαϊκά ~ αυτοκινήτων (syn L παρελκόμενα)
- ② theat, pl small articles or pieces of furniture used on stage, properties, props:
- παρουσίαζε ένα έργο όπου δεν υπήρχαν ούτε σκηνικά ούτε ~ (Ploritis) |
- άλλος αντίγραφε κοστούμια και πτυχώσεις, άλλος πόζες και άλλος ~ (Melas)
[fr Fr accessoire]
- ① article or device which adds to the beauty, convenience or effectiveness of a person or machine, accessory: