Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξεμπέρδευτος -η -ο [aksebérδeftos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν ξεμπερδέψει, που είναι ακόμη μπερδεμένο: Tα νήματα είναι αξεμπέρδευτα.
[α- 1 ξεμπερδεύ(ω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξεμπέρδευτος, -η, -ο [aksebérDeftos]
- ① not disentangled, not unravelled, tangled (syn αξέμπλεχτος, ant ξεμπερδεμένος):
- αξεμπέρδευτο κουβάρι, μαλλί, νήμα
- ⓐ fig not put in order, unsettled (syn ατακτοποίητος):
- αξεμπέρδευτη δουλειά, υπόθεση
- ② fig not eliminated, not bumped off, alive (syn αξεπάστρευτος):
- άφησαν έναν από τη συμμορία αξεμπέρδευτο [fr postmed (Somavera) αξεμπέρδευτος, cpd w. *ξεμπερδευτός ( |
- ξεμπερδεύω).
- ① not disentangled, not unravelled, tangled (syn αξέμπλεχτος, ant ξεμπερδεμένος):