Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξεκαθάριστος -η -ο [aksekaθáristos] Ε5 : για κτ. που δεν έχει ξεκαθαριστεί, που δεν έχει αποσαφηνιστεί ή τακτοποιηθεί: Είναι ακόμη αξεκαθάριστες οι προθέσεις του. ANT ξεκαθαρισμένος. Έχουν οι δυο τους αξεκαθάριστους λογαριασμούς.
αξεκαθάριστα ΕΠIΡΡ. [α- 1 ξεκαθαρισ- (ξεκαθαρίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξεκαθάριστος, -η, -ο [aksekaθáristos]
- ① unclarified, unclear, vague (syn L ασαφής, ant σαφής L, ξεκαθαρισμένος, ξεκάθαρος):
- αξεκαθάριστη άποψη, γνώση, έννοια |
- αντιλήψεις λαϊκές και αξεκαθάριστες |
- δυνατός και ~ φόβος |
- πολλά σημεία παραμένουν αξεκαθάριστα |
- πόρτα είναι και το βιβλίο που μας μπάζει σ' έναν άλλο κόσμον αξεκαθάριστον, όμορφο σαν τ' όνειρο (Palam) |
- παλιές εικόνες ξαναήρθαν στη μνήμη της, παλιές κι αξεκαθάριστες (Karagatsis)
- ② not cleared, unsettled, unpaid (syn ακαθάριστος 4b, ατακτοποίητος):
- ~ λογαριασμός |
- αξεκαθάριστες υποθέσεις unsettled matters
[cpd w. *ξεκαθαριστός (: ξεκαθαρίζω)]
- ① unclarified, unclear, vague (syn L ασαφής, ant σαφής L, ξεκαθαρισμένος, ξεκάθαρος):