Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξεδιάλυτος -η -ο [akseδjálitos] Ε5 : (οικ.) για κτ. που δεν το έχουν ξεδιαλύνει, διαλευκάνει, που είναι ακόμη σκοτεινό, ασαφές: Aξεδιάλυτο μυστήριο είναι αυτή η υπόθεση. Tο όνειρο έμεινε αξεδιάλυτο, δεν εξηγήθηκε. || (λογοτ.): Aξεδιάλυτα σκοτάδια, πυκνά.
αξεδιάλυτα ΕΠIΡΡ. [α- 1 ξεδιαλύ(νω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξεδιάλυτος, -η, -ο [akseðjálitos] (& rare αξεδιάλυστος, -η, -ο)
- ① incapable of being untied or disentangled (syn άλυτος 1b, ant ξεδιαλυμένος, λυμένος):
- αξεδιάλυτο δίχτυ, πλέγμα, σύμπλεγμα |
- η πράξη είναι η μόνη ικανή ν' απαντήσει, κόβοντας με το σπαθί της τους αξεδιάλυτους κόμπους της θεωρίας (Kazantz) |
- βουή μέσα στο μυαλό του οι σκέψεις, σα σφήκες, κουβάρι αξεδιάλυτο (Dafnis)
- ② fig unsolvable, impenetrable (syn άλυτος 2b, near-syn L ανεξιχνίαστος 1):
- αξεδιάλυτη απορία, αξεδιάλυτο μυστικό |
- ιστορία με αξεδιάλυτη πλοκή |
- το κρητικό ζήτημα φαινόταν αξεδιάλυτο |
- οι μεγάλες εποχές της δημιουργίας είναι αξεδιάλυτο μυστήριο (Kazantz) |
- poem έχω τους λογισμούς μου | που αινίγματ' αξεδιάλυτα μέσα τους παραδέρνουν (Palam)
- ⓐ incomprehensible, inscrutable (near-syn ακατανόητος, ανεξερεύνητος):
- ~ χρησμός |
- αξεδιάλυτη γραφή, λέξη |
- αξεδιάλυτο νόημα, πεπρωμένο, φαινόμενο |
- ~ ο νόμος της ψυχής |
- σκοτεινά και αξεδιάλυτα σημάδια |
- ο θεός τού φύσηξε μέσα στο μυαλό την υπέρτατη και αξεδιάλυτη σοφία του (Myriv) |
- γοργά τα βήματα της ιστορίας, οι βουές της αξεδιάλυτες (Roufos) |
- poem μου έχει καρτέρι .. | η Σφίγγα, η στρίγγλα, μ' ανοιχτά τα πόδια τα νυχάτα, | να κρίνω τ' αξεδιάλυτα παραμαντέματά της (Gryparis)
- ⓑ phr αξεδιάλυτο όνειρο inexplicable dream:
- poem και ήτανε σαν αξεδιάλυτο | ύπνου αξύπνητου χρυσόνειρο (Palam) |
- κ' ήταν τα μάτια με αξεδιάλυτο πηχτόνερο κρουσμένα (Kazantz Od 15.1345)
- ③ which cannot be broken up, indivisible, indissoluble (syn αδιάλυτος 2, αδιάσπαστος):
- αξεδιάλυτη ενότητα, χημική ένωση |
- αξεδιάλυτο αμάλγαμα, μίγμα, σμίξιμο |
- παρουσιάζει σε αξεδιάλυτη σύνθεση, αναπόσπαστα δηλαδή ενωμένα, μια μορφή και ένα περιεχόμενο (Papanoutsos) |
- πνευματικά και σωματικά χαρίσματα ενωμένα σ' αξεδιάλυτο σύνολο (Apostolakis)
- ⓒ indispersible, impenetrable, crowded, thick (syn αδιάλυτος 4):
- ~ όχλος, συρφετός |
- αξεδιάλυτη μοναξιά, σιωπή |
- κάτι αβέβαιο φτερουγάει μέσα της, τριγυρισμένο σ' αξεδιάλυστη ομίχλη (MDrosou) |
- poem προς μαγνήτες φέρνομαι ήλιων, | μέσ' από αξεδιάλυτα σκοτάδια (Palam)
- ⓓ inseparable (syn αξεχώριστος 2b, near-syn αχώριστος):
- της χρωστούσε τόσα πολλά, ήταν αξεδιάλυτη με την ύπαρξή του (LAkritas) |
- κρατώ αμυδρά την αίσθηση της ντροπής που είχα τότε αξεδιάλυτης από την χαρά της ένεσης που με τύλιγε σ' ένα σύννεφο (Vasilikos) |
- | adv phr με αξεδιάλυτο τρόπο inseparably (syn αξεδιάλυτα) |
- ο πανθεϊσμός κι ο αλεξανδρινισμός είχαν ανακατωθεί στο κεφάλι τους κατά τον πιο αξεδιάλυτο τρόπο (Ouranis)
- ④ inexpressible, undefinable (syn ακαθόριστος 1):
- αξεδιάλυτη γοητεία, έγνοια, θλίψη |
- παράγοντες απρόβλεπτοι και αξεδιάλυτοι εκ των προτέρων |
- ο φίλος μου ήταν βυθισμένος σε μιαν αξεδιάλυτη φρίκη (Kazantz) |
- κάτι αξεδιάλυτο μου έκοβε το κέφι |
- αόριστη, απώτατη φοβέρα, σαν προαίσθημα (Terzakis) |
- poem κ' η σιωπή στο σπίτι μας είναι γιομάτη | από 'ναν αξεδιάλυτο πνιγμένο βόγγο (Palam) |
- πόνος πολύς, χαρά αξεδιάλυτη κι όνειρα και λαχτάρες | τα σωθικά μου τρων κλ (Kazantz Od 13.666)
- ⑤ lacking sharp outlines or borders, blurred, hazy:
- αξεδιάλυτα σύνορα |
- όραμα θαμπό κι αξεδιάλυτο |
- κ' οι εποχές αφήκαν βαθιά τα σημάδια τους· ένας πίνακας ιστορικός πολυσύνθετος συχνά κι ~ (Panagiotop) |
- poem ακράτητο πήρε | προς τ' αξεδιάλυτου χάους το δρόμο (Palam)
- ⓔ indistinguishable, indistinct, indiscernible (syn αξεδιάκριτος, αξεχώριστος):
- αξεδιάλυτα κρυφομιλήματα, μουρμουρητά |
- μύριες αξεδιάλυτες φωνές |
- μορφές αξεδιάλυτες μέσα στο θόρυβο |
- χάος ήταν πρωτύτερα ο κόσμος, τα πλάσματα όλα, ζώα, δέντρα, ανθρώποι, πέτρες έρρεαν αξεδιάλυτα μπροστά από το μάτι του παιδιού (Kazantz) |
- η ιστορία είναι αλυσίδα κοινωνικών πειραμάτων, συνήθως αξεδιάλυτων (Evelpidis)
- ⓕ mixed up, confused, disordered (syn συγκεχυμένος L, μπερδεμένος):
- ~ κυκεώνας |
- ~ και πυκνός διάλογος |
- αξεδιάλυτο ανακάτωμα λεπτομερειών |
- όσο και να πασκίζω να τα βάλω σε τάξη, πάντα κάτι απομένει στη θύμησή μου ακαταστάλαχτο κι αξεδιάλυτο (Panagiotop) |
- σα λάβα πυρωμένη χυμίζει από μέσα μου η αξεδιάλυτη, μπλεγμένη ιστορία των αυτοκρατόρων (Idas) |
- poem βουίζει ο αντίδικος | μακρινός κι ~ του κόσμου ο θρήνος (Seferis)
[cpd w. *ξεδιαλυτός (: ξεδιαλύνω); cf postmed (Somavera) αδιάλυστος]
- ① incapable of being untied or disentangled (syn άλυτος 1b, ant ξεδιαλυμένος, λυμένος):