Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξεδίψαστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξεδίψαστος -η -ο [akseδípsastos] Ε5 : που δεν έχει ξεδιψάσει, που δεν ξεδιψά εύκολα, κυριολεκτικά και μτφ.

[α- 1 ξεδιψασ- (ξεδιψώ) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξεδίψαστος, -η, -ο [akseðípsastos]
  • unquenchable or unquenched, unslaked (ant ξεδιψασμένος):
    • αξεδίψαστη γη, έρημος |
    • μήτε το μελτέμι ακουγόταν ν' αναδεύει τα λιανοκλάδια της αξεδίψαστης δεντροστοιχίας (Zappas) |
    • poem αίμα ρουφάν την αξεδίψαστη | τη δίψα τους να λιγοστέψουν (Skipis) |
    • πώς διάβηκαν σαν το νερό τα χρόνια | κι απόμεινε αξεδίψαστη η ζωή μας (Ailianou)
  • ⓐ fig insatiate, insatiable, unquenchable (near-syn αχόρταγος):
    • ~ καημός, πόθος |
    • αξεδίψαστη ανάγκη, αναζήτηση, καρδιά, λαγνεία, χαρά |
    • αξεδίψαστο ανθρώπινο αίτημα, θηλυκό, ένστικτο |
    • αξεδίψαστη δίψα της περιπέτειας |
    • αξεδίψαστη και λαίμαργη εφηβεία |
    • αξεδίψαστη νοσταλγία της ομορφιάς |
    • τ' αξεδίψαστα χέρια του, όπου ακουμπούσαν, κάτι λες έψαχναν να βρουν (Plaskovitis) |
    • μονάχα η αξεδίψαστη περιέργεια δικαιολογεί τη συναναστροφή μου μαζί τους (Panagiotop) |
    • poem στην κοιλιά της τα χρυσά φτερνιστήρια, | στη σέλα της τ' αξεδίψαστα λαγόνια (Seferis)

[cpd w. ξεδίψαστος (: ξεδιψώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες