Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξίωση η [aksíosi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αξιώνω. α. απαίτηση που βασίζεται σε κάποιο κεκτημένο δικαίωμα: Είμαι πελάτης σου και έχω την ~ να με περιποιηθείς. Nομική ~. Παράλογη ~. (λόγ. έκφρ.) εγείρω* αξιώσεις. β. παράλογη ή υπερβολική απαίτηση: Είχε την ~ να του γίνονται όλα τα χατίρια. Άνθρωπος με πολλές αξιώσεις / που έχει πολλές αξιώσεις, απαιτητικός. Δεν έχω την ~ να
Προβάλλει την αξίωση να
|| Έχω αξιώσεις / με αξιώσεις, (με γεν.) θέλω να φαίνομαι ή να παρουσιάζομαι έτσι όπως δεν είμαι στην πραγματικότητα: Kομπογιαννίτης με αξιώσεις επιστήμονα. 2. στη γενική πληθυντικού ή στην έκφραση με αξιώσεις, για κτ. που έχει αξία, υψηλή ποιότητα και κατά συνέπεια φιλόδοξους στόχους: Επιστήμονας / βιβλίο με αξιώσεις. Σπανίζουν σήμερα οι ταινίες μεγάλων αξιώσεων.
[λόγ. < αρχ. ἀξίω(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξίωση [aksíosi] η, gen αξίωσης & αξιώσεως, pl αξιώσεις (& D αξίωσες)
- (mostly L)
- ① demand, request (syn απαίτηση):
- μεγάλη ~ |
- παλιές, πολλές, σημερινές, υπερβολικές αξιώσεις |
- άνθρωπος, γενιά, παιδί με αξιώσεις |
- καλλιτεχνικές αξιώσεις |
- οι αξιώσεις του κοινού, των κριτικών |
- η ~ του κυπριακού λαού για την απαλλαγή του από την ξένη κυριαρχία |
- υποχωρείς σε κάθε της ~ |
- έχει την ~ να τον υπακούουν τυφλά |
- έχουν την ~ να επιβάλουν την αλλαγή αυτή και στο λαό (Palam) |
- η μικρή είχε την ~ να πηγαίνει μονάχη της στη Γλυφάδα (Terzakis) |
- ειρήνη η ~ όσων επέζησαν· καιρούς ειρηνικούς ζητούν οι νέες γενεές (Palaiologos)
- ⓐ demand, requirement (syn απαίτηση):
- οι εκτελεστές χρωστούνε να βρούνε τον τρόπο να αναδείξουν στη σκηνή τη δραματικότητα του κειμένου, υποτάσσοντας τη δουλειά τους στην ~ του λόγου (Theotokas) |
- η K. γνωρίζει να υποτάσσει τη μεγάλη της προσωπικότητα στην ~ κάθε έργου (Athanasiadis-N)
- ② claim (syn αίτημα, απαίτηση):
- οι εθνικές αξιώσεις πάνω στη Bόρεια Ήπειρο |
- η ορμή του EAM και η αξίωσή του να μονοπωλήσει τον εθνικό αγώνα προκάλεσαν αντιστάσεις (Theotokas) |
- ο Πατριάρχης είχε την ~ να είναι πραγματικός εθνάρχης (Petsalis) |
- αυτό είναι η αιώνια ~ των φιλοσόφων, ότι ανασήκωσαν τον πέπλο που σκεπάζει την αλήθεια (Lambridi) |
- το βιβλίο αυτό προβάλλει αξιώσεις στην αυστηρότερη ιστορική αλήθεια (Terzakis)
- ⓑ claim to merit, value (syn απαίτηση):
- επιστημονικές, καλλιτεχνικές, λογοτεχνικές αξιώσεις |
- θέατρο καλλιτεχνικών αξιώσεων |
- έργο, ταινία, τέχνη με αξιώσεις |
- οι αναμνήσεις μερικών παραστάσεων του X. δεν αρκούν για να συνθέσει κανείς μια μελέτη με αξιώσεις (Thrylos)
- ⓒ law etc claim (syn απαίτηση):
- ~ για αποζημίωση |
- ~ πάνω στην κληρονομιά |
- δεν έχω καμιά ~ εναντίον του I have no claim on him
- ③ pretension:
- έχει αξιώσεις πάνω στο θρόνο he has pretensions to the throne |
- το μέρος δεν έχει μεγάλες τουριστικές αξιώσεις |
- αν δεν πιάσει ο ποιητής τη σατιριζόμενη μορφή από την ανώτερη αξίωσή της αλλά φουσκώνει τα μικροελαττώματά της δεν κάνει σάτιρα, κάνει διασυρμό (Melas) |
- οι παρατηρήσεις μου δεν έχουν την ~ να θεωρηθούν σαν μια εξονυχιστική μελέτη του έργου του Mακρυγιάννη (Theotokas) |
- δεν έχω την ~ ότι απαριθμώ όλα τα καίρια στοιχεία της διαφοράς (Karouzos)
- ④ assertion:
- η λογική πρόταση διατυπώνεται με την ~ ότι είναι αληθής (Papanoutsos) |
- στην αρχή θέτει την ~ πως η ιστορία είναι συνέχιση του φυσικού έργου (Theodorakop)
[fr MG αξίωση & αξίωσις ← PatrG ← K (also pap), AG ἀξίωσις]