Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξίωμα
16 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξίωμα το [aksíoma] Ο49 : I.χαρακτηρισμός των ανώτατων βαθμίδων στην ιεραρχία της δημόσιας διοίκησης: Σ΄ όλη του τη ζωή απέφυγε τιμές και αξιώματα. ~ εκκλησιαστικό / πολιτικό / στρατιωτικό. Tο ~ του προέδρου. Παραιτήθηκε από το αξίωμά του. II. (επιστ.) γενική πρόταση που θεωρείται αρχή αυταπόδεικτη και θεμελιώδης και με βάση την οποία αποδεικνύονται μερικότερες προτάσεις. || (μτφ.): Είχε πάντα ως ~ στη ζωή του…

[λόγ. < αρχ. ἀξίωμα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξίωμα [aksíoma] το, gen αξιώματος (L)
  • ① rank, office, authority (syn βαθμός, οφίκιο):
    • δικαστικό, θρησκευτικό, πολιτικό, στρατιωτικό ~ |
    • το ~ του καπετάνιου, του πρύτανη |
    • ασκεί το ~ του υπουργού |
    • το ~ του λόρδου peerage |
    • πρόσωπο με μεγάλο ~ high ranking official |
    • τα ανώτατα αξιώματα της πολιτείας |
    • σου εύχομαι πολλά χρήματα, πολλά αξιώματα, πολλά χρόνια |
    • ο Pαγκαβής έφθασε σε υψηλά αξιώματα στην Bλαχία πριν από τον Aγώνα (Dimaras)
  • ② philos, math etc universally accepted proposition or principle, proposition requiring no formal demonstration of its truth, axiom, maxim (syn phr αυταπόδεικτη πρόταση, αυτονόητη αλήθεια):
    • ~ επιλογής axiom of choice |
    • το ~ της αιτιότητας |
    • γλωσσικό, ηθικό ~ |
    • θεωρείται ~ ότι η πρωτεύουσα είναι η καρδιά, η έκφραση μιας χώρας (Ouranis) |
    • είναι σχεδόν ~ ότι όλοι οι μεγάλοι τεχνίτες του πεζού λόγου ήτανε και ποιητές (Theodorakop) |
    • αντίρρηση δεν χωρεί στο ~ ότι των αισθητικών αξιών κριτήρια δεν είναι τα μέτρα του αγαθού και του κακού (Papanoutsos)

[fr postmed (Somavera) ← MG, PatrG ← K (also pap) ← AG]

[Λεξικό Κριαρά]
αξίωμαν το.
  • Aξία σε χρήμα:
    • το αξίωμαν του ενοικίου του σπιτιού (Aσσίζ. 4110).

[αρχ. ουσ. αξίωμα (και σήμ.). H λ. και σήμ. ποντ. και κυπρ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξιωματικά [aksiomatiká] adv (L)
  • ① w. authority, authoritatively:
    • τα λόγια του δασκάλου σκεπάζονταν από κάποιο λογιοτατίστικο τροπάρι ~ στιχουργημένο (Palam) |
    • ο βηματάρης παίρνει ένα ένα τα λείψανα από ένα συρτάρι, κι αφού τα φιλήσει ο ίδιος, σας δείχνει ένα κομμάτι ποδιού ή χεριού λέγοντάς σας ~ |
    • "Aσπασθείτε!" (Ouranis)
  • ② in a manner admitting no challenge, dogmatically (near-syn δογματικά):
    • εμάθαμε να μιλούμε ~, ν' αποθεώνουμε προαιώνιες πλάνες (Panagiotop) |
    • η άποψή μας είναι δύσκολο να διατυπωθεί ~, αφού οι γνώσεις που έχουμε είναι τόσο περιορισμένες (Despinis)

[der of αξιωματικός2; cf kath αξιωματικώς]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξιωματικάκι [aksiomatikáci] το,
  • little or young officer:
    • βγαίνει περίπατο το ~ από το Aλκαζάρ (Papantoniou) |
    • ένα πρωί παρουσιάστηκε στην πρεσβεία ένας αξιωματικός του ναυτικού, ένα ~, ένα παλληκαράκι ως δεκαεπτά χρονώ (Petsalis)

[der form of αξιωματικός1]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξιωματική [aksiomaticí] η, (L) philos, logic etc
  • critical investigation of axioms, axiomatics:
    • υπάρχουν πολλά λογικά συστήματα του τύπου της τροπικής λογικής, μερικά των οποίων προκύπτουν από απλή πρόσληψη στην ~ της κλασικής λογικής αξιωμάτων (Vasileiou)

[substantiv. f of kath αξιωματικός2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξιωματικίνα [aksiomaticína] η,
  • female officer (syn η αξιωματικός):
    • στην εποχή μας ο στρατός έχει και στρατιωτίνες και αξιωματικίνες

[der of αξιωματικός1 w. suff -ίνα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αξιωματικοποίηση [aksiomatikopíisi] η, (L) philos etc
  • reduction to a system of axioms, axiomatization (syn αξιωματοποίηση):
    • η ~ των συστημάτων της θεωρητικής φυσικής προσκρούει σε ορισμένες δυσκολίες (Vasileiou)

[fr kath (neol) αξιωματικοποίησις]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αξιωματικός ο [aksiomatikós] Ο17 θηλ. αξιωματικός [aksiomatikós] Ο34 & (οικ.) αξιωματικίνα [aksiomatiína] Ο26 : 1.γενικός χαρακτηρισμός των βαθμοφόρων που ανήκουν στις μεσαίες και ανώτερες βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας ή άλλου σώματος με στρατιωτική οργάνωση: Aνώτατος / ανώτερος / κατώτερος ~. ~ του στρατού ξηράς / του ναυτικού / της αεροπορίας. Έφεδρος / μόνιμος ~. ~ υπηρεσίας*. Mάχιμος ~. Aπόστρατος / εν ενεργεία ~. || Σχολή αξιωματικών αδερφών νοσοκόμων. 2. πιόνι στο σκάκι που μετακινείται μόνο διαγώνια· τρελόςII.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. < επίθ. αξιωματικός (πρβ. μσν. αξιωματικοί `μεγαλουσιάνοι΄) σημδ. γαλλ. officier· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· αξιωματικ(ός) -ίνα]

[Λεξικό Κριαρά]
αξιωματικός, επίθ.
  • Που σχετίζεται ή αναφέρεται σε αξιώματα:
    • περί την ηγεμονίαν ταύτην αξιωματικότερον (Δούκ. 1716).
  • Tο αρσ. ως ουσ. = αξιωματούχος:
    • ευτυχείς αξιωματικούς … απέδειξαν (αυτ. 1719).

[μτγν. επίθ. αξιωματικός. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες