Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξίνι [aksíni] το, s. αξίνα
- :
- γκρέμισε τη στέγη με το ~ |
- βρίσκω δυο τάφους κι απάνω σταυρό καμωμένο με τ' ~ και με το φτυάρι (Eftaliotis) |
- poem κ' εγώ προχώρεσα προς τους ανθρώπους που δουλεύαν, | γυναίκες κι άντρες με τ' αξίνια σε χαντάκι (Seferis)
[der of αξίνη]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξίνιστος -η -ο [aksínistos] Ε5 : που δεν είναι ξινισμένος.
[α- 1 ξινισ- (ξινίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξίνιστος, -η, -ο [aksínistos]
- ① not made tart (ant ξινισμένος):
- έβαλα λεμόνι στη σούπα, αλλά έμεινε αξίνιστη
- ② not turned sour (ant ξινισμένος):
- αξίνιστο γάλα
[cpd w. *ξινιστός ← *οξινιστός (: ξινίζω ← MG οξινίζω as in MG Pontic)]
- ① not made tart (ant ξινισμένος):