Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξίνα η [aksína] Ο25 : σκαπτικό εργαλείο, είδος κασμά με αρκετά πλατύ το ένα του άκρο.
[μσν. αξίνα < αρχ. ἀξίν(η) μεταπλ. -α]
[Λεξικό Κριαρά]
- αξίνα η.
-
- Σκαπάνη:
- (Περί γέρ. 78).
[αρχ. ουσ. αξίνη. H λ. και σήμ.]
- Σκαπάνη:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξίνα [aksína] η, (& dial αξίνη)
- digging or cutting implement having one pointed and one flat edge, pick, pickaxe, mattock (syn αξίνι, near-syn κασμάς, σκαπάνη L):
- πήγαν για ~ they went to dig (the field) |
- phr δουλεύει ~ he works as a common laborer |
- κατέβηκε στο περβόλι, πήρε μιαν ~ και άρχισε να σκάβει (Xenop) |
- η αρχαιολογική ~ (syn η αρχαιολογική σκαπάνη) |
- poem μια κατακομμάτιασε τον άντρα της με~ (Stavrou Ar) |
- του ρασοφόρου σύντριψεν ο πέλεκυς κ' η ~ | τα μεγαλόχαρα είδωλα κλ (Palam)
[fr postmed, MG αξίνα / -η ← PatrG, K (pap, LXX, NT) αξίνη ← AG]
- digging or cutting implement having one pointed and one flat edge, pick, pickaxe, mattock (syn αξίνι, near-syn κασμάς, σκαπάνη L):
[Λεξικό Κριαρά]
- αξινάρης ο.
-
- Aυτός που χειρίζεται την αξίνα:
- (Nεκρολ. φ. 157r).
[<ουσ. αξίνα + κατάλ. ‑άρης]
- Aυτός που χειρίζεται την αξίνα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξινάρι [aksinári] το, (& ξινάρι & Melas ξινιάρι)
- ① small pickaxe, small mattock:
- πήρε το ~και πήγε να σκάψει |
- ο μηχανικός δεν έβαλε στο νου του πως μιαν ημέρα το ξινάρι του μεταλλωρύχου θα έπαυε να αντιλαλεί (Floros)
- ② hatchet, axe (syn τσεκούρι):
- πεζοί, καβαλαραίοι, χίλιων ειδών άρματα, μαχαίρια, ξινιάρια και κοντάρια κλ (Melas) |
- πήρε το ξινάρι κ' έκοψε μιαν αγκαλιά αβασταγές (Myriv) |
- poem κρατούσε το ~ κ' έκοβε μες στα ρουμάνια στράτα (Kazantz Od 13.345)
[fr MG αξινάριον/αξινάριν (& ξινάριν) ← PatrG, K αξινάριον, der of αξίνη]
- ① small pickaxe, small mattock:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιναριά [aksinarjá] η, (& ξιναριά)
- stroke, blow w. a pickaxe (syn χτύπημα):
- folkt του δίνει μια ~ στο κεφάλι και τον αφήνει στον τόπο (Loukatos) |
- έπιασε την αξίνα κ' έπαιξε τρεις ξιναριές στον τόπο που θ' ανοίγανε το λάκκο (Prevelakis) |
- poem στον τάφο που σας άνοιξα δε λείπει τίποτ' άλλο | παρ' η στερνή μου ξιναριά, έτοιμος να τον κάμω (Peresiadis)
[fr MG (hence also Pontic) αξιναρέα, der of K αξινάριον]
- stroke, blow w. a pickaxe (syn χτύπημα):
[Λεξικό Κριαρά]
- αξινάριν το· ’ξινάριν.
-
- Σκαπάνη στενή, τσάπα:
- εσκίσαν μέσα την κερατσίαν με το ’ξινάριν (Mαχ. 6416).
[μτγν. ουσ. αξινάριον. Τ. ‑ι, κ.ά. ιδιωμ. O τ. και σήμ. κυπρ. H λ. και σήμ. ποντ.]
- Σκαπάνη στενή, τσάπα: