Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξέχαστος -η -ο [akséxastos] Ε5 : που δεν μπορεί κανείς να τον ξεχάσει· αλησμόνητος. α. για πρόσωπο πολύ αγαπητό, που δε βρίσκεται πια κοντά μας, συνήθ. για νεκρό: Ο ~ φίλος. β. για κτ., συνήθ. ευχάριστο, που έχει χαραχτεί πολύ βαθιά στη μνήμη μας: Zήσαμε μαζί αξέχαστες στιγμές. Θα μου μείνει αξέχαστο εκείνο το ταξίδι.
αξέχαστα ΕΠIΡΡ. [α- 1 ξεχασ- (ξεχνώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξέχαστος, -η, -ο [akséxastos]
- unforgettable or unforgotten, memorable (syn αλησμόνητος, ant λησμονημένος, ξεχασμένος):
- ~ ποιητής, χειμώνας, χορός |
- αξέχαστη βραδιά, διαδρομή, εικόνα, παράσταση, φωνή |
- αξέχαστη απόλαυση, εντύπωση, χαρά |
- αξέχαστο απόγευμα, νησί, όνειρο, ταξίδι, φιλί |
- αξέχαστα γλυκά, χρόνια |
- οι αξέχαστες ηρωίδες της επανάστασης |
- πέρασα μαζί τους αξέχαστες μέρες |
- ένα σωρό επεισόδια, αξέχαστα στη μνήμη της |
- η δυστυχία τού έδωσε αξέχαστο μάθημα (ChZalokostas) |
- αξέχαστη μένει μια πρώτη επίσκεψη που του 'χα κάμει (Melas) |
- είχαν συμφωνήσει να μείνει μυστικιά μια τέτοια επιχείρηση, που προάγγελνε μια αξέχαστη εποποιία (Kovvatzis) |
- poem σύντροφ' εσύ των χρόνων των πρωτανθισμένων, | ξεχωριστέ κι αξέχαστε κι άξιε της μνήμης (Palam) |
- πόθοι, παράπονα παλιά, νοσταλγικές φωνές, | λόγια βαθιά κι αξέχαστα, κι ωστόσο ξεχασμένα (Lapathiotis)
[cpd w. *ξεχαστός (: ξεχνώ), this formed on the basis of ξεχασμένος w. -o- fr aor]
- unforgettable or unforgotten, memorable (syn αλησμόνητος, ant λησμονημένος, ξεχασμένος):