Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αξέχαστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αξέχαστα [akséxasta] adv
  • unforgettably, indelibly:
    • κάτι πολύτιμο παραμένει μέσα τους, που ~ το θυμούνται ως τα βαθιά γεράματα (Louros) |
    • ο λαός παρακολουθούσε τις ιστορίες από τα ευαγγέλια και τις γραφές κ' εντυπωνόταν ~ τις φράσεις τους (Loukatos) |
    • poem θα βλέπουμε, πατρίδα, την ειδή σου | έτσι ως η μνήμη ~την κλει (Athanas)

[der of αξέχαστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες