Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αν-φας [an-fás] adv
- facing forward, facing the viewer, straight in the face (syn phr καταμέτωπο, καταπρόσωπο):
- τον πήρε φωτογραφία ~
[fr Fr en face]
- facing forward, facing the viewer, straight in the face (syn phr καταμέτωπο, καταπρόσωπο):