Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανώφλι το [anófli] Ο44 : οριζόντιο, ξύλινο, πέτρινο ή μαρμάρινο δοκάρι, που κλείνει το επάνω μέρος ενός ανοίγματος και συγκρατεί τα βάρη της τοιχοποιίας· υπέρθυρο. ANT κατώφλι: Στο ~ της πόρτας του αρχοντικού ήταν χαραγμένη η χρονολογία της κατασκευής του και το όνομα του πρωτομάστορα.
[μσν. ανώφλι < ελνστ. ή μσν. ἀνώφλιον < άνω + αρχ. φλι(ά) `παραστάδα΄, ελνστ. σημ.: `υπέρθυρο΄ -ον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανώφλι [anófli] το, (also L & region. ανώφλιο) archit, build
- horizontal member above doorway or window, lintel, transom (syn υπέρθυρο L, απανωθύρι, ant κατώφλι):
- ο λεβέντης που 'στεκε φρουρός απόξω περίσσευε ένα κεφάλι από τ' ~ (Prevelakis) |
- η σιδερένια οξώπορτα της αυλής είχε ένα καμπανάκι κρεμασμένο στο ~της (Myriv) |
- poem μαλαματένιες πόρτες σφάλιζαν το σπίτι κι ασημένιοι | πάνω στο χάλκινο στηρίζουνταν κατώφλι οι παραστάτες· | κ' είχε κρικέλι ατόφιο μάλαμα κι ~ ατόφιο ασήμι (Homer Od 7.90 Kaz-kakr) |
- τ' ανώφλια πέσαν κ' οι αγκωνές | κ' οι ανεμοπέραστες, στενές, | οι γαλαρίες (Agras)
[fr postmed, MG ανώφλιν ← MG ανώφλιον (Souda ανώφλιον· το υπέρθυρον, 10th c. AD), cpd w. άνω & K, AG φλιά 'doorpost']
- horizontal member above doorway or window, lintel, transom (syn υπέρθυρο L, απανωθύρι, ant κατώφλι):
[Λεξικό Κριαρά]
- ανώφλιον το· ανώφιλιο· ανώφλι· ανώφλιν· ανώφλιο.
-
- Δοκάρι της πόρτας ή του παραθύρου (μεταξύ των παραστάδων) που συγκρατεί τον τοίχο, υπέρθυρο:
- (Λίβ. (Lamb.) N 265), (Iερόθ. Aββ. 332).
[<επίρρ. άνω + ουσ. φλιά. O τ. ‑φιλιο και σήμ. κρητ. O τ. ‑ι στο Du Cange και σήμ. O τ. ‑ιν και σήμ. κυπρ. O τ. ‑ιο στο Bλάχ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. το 14. αι. (LBG)]
- Δοκάρι της πόρτας ή του παραθύρου (μεταξύ των παραστάδων) που συγκρατεί τον τοίχο, υπέρθυρο: