Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανώφελα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανώφελα [anófela] adv (L)
  • ① to no avail, in vain, fruitlessly, unsuccessfully (syn άδικα 2, μάταια, syn phr του κάκου):
    • αγωνιζότανε ~ να γίνει πειστική |
    • ζητούσα την ευτυχία ~ |
    • πάσχιζε να συγκεντρώσει την προσοχή του ~ |
    • όση αδράνεια έδειξα στην αρχή, άλλη τόση ενέργεια ανέπτυξα ύστερα, ~ όμως (Prousis) |
    • οι νεκροί Φαραώ γύρεψαν, ~, να κρύψουν μέσα στα έγκατα των τάφων τους τα επίγεια αγαθά τους (Thrylos) |
    • poem μες στην ταβέρνα .. | του κάκου εκεί κι ~ τη λησμονιά ζητεί (Polemis) |
    • .. τα θυμούμαι ακόμη | τα μάτια τ' αλησμόνητα .. | και τα προσμένω ~ να 'ρθουν, στερνή μου χάρη (Dafnis)
  • ② for no purpose, pointlessly:
    • εκατομμύρια σκοτώθηκαν σε πολέμους ~ |
    • μαθαίνουμε άσκοπα και τελείως ~ την καθαρεύουσα |
    • θα ζήσει και θα πεθάνει ~ γιατί δεν της δόθηκε ποτέ τίποτα αληθινό ν' αγαπήσει (Thrylos) |
    • αν παραμελήσουμε αυτή την προσπάθεια τώρα, στο μέλλον θα λυπόμαστε ~για την ευκαιρία που χάσαμε (Stasinop transl of St Basil) |
    • poem την ξέρω την αντρειά σου· ~ τι μου την κουβεντιάζεις; (Homer Il 13.275 Kaz-Kakr) |
    • κερήθρα ατρύγητη ξεχώρισε ..·|.. κρεμάμενη σιγόλιωνε, κι αγάλια | στάλα τη στάλα, ~, ήσυχα, στην άβυσσο χανόταν (Kazantz Od 21.1440)

[der of MG ανώφελος (Spaneas etc)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες