Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανώτερος, επίθ.
-
- 1) (Προκ. για το Θεό) που βρίσκεται σε υπέρτερη κατάσταση:
- (Bίος Aλ. 4580).
- 2) (Προκ. για τόπο) που βρίσκεται στο εσωτερικό, μεσόγειος:
- (Δούκ. 895).
[αρχ. επίθ. ανώτερος. H λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για το Θεό) που βρίσκεται σε υπέρτερη κατάσταση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανώτερος -η -ο [anóteros] Ε5 λόγ. θηλ. και ανωτέρα : ANT κατώτερος. 1. που σε μια διαβάθμιση βρίσκεται πιο ψηλά από κτ. άλλο. α. (τοπικά): Tα ανώτερα στρώματα του εδάφους. Οι ανώτερες στιβάδες του δέρματος. Tο ανώτερο αναπνευστικό σύστημα / τμήμα του σώματος. β. (ποσοτικά) μεγαλύτερος: Οι φετινές τιμές είναι ανώτερες απο τις περυσινές. Ο μισθός του είναι ~ από το δικό μου. γ. (ποιοτικά) καλύτερος: Tο μαύρο ψωμί είναι ανώτερο από το άσπρο. Aυτό το ξενοδοχείο παρέχει υπηρεσίες ανώτερες από άλλα. Aναγνωρίζω ότι ως επιστήμονας είναι ~ από εμένα. Πιστεύει ότι δεν είναι κανένας ανώτερός του. || Είναι ανώτερο κάθε περιγραφής / φαντασίας, απερίγραπτο / αφάνταστο. Είναι ανώτερο από τις δυνάμεις μου / των δυνάμεών μου, είναι αδύνατο να το πετύχω ή να το αντιμετωπίσω. || (χωρίς δεύτερο όρο συγκρίσεως): Προϊόντα ανώτερης ποιότητας, πολύ καλής. Έχει ανώτερα ενδιαφέροντα, υψηλού επιπέδου. Είναι ~ άνθρωπος / έχει ανώτερα συναισθήματα, έχει αξιοπρέπεια και σεβασμό στην αξιοπρέπεια των άλλων. (έκφρ.) κλάσεις* ~. (λόγ.) ~ χρημάτων, για άνθρωπο που δεν κινείται από την επιθυμία του κέρδους. ~ πάσης υποψίας, για άνθρωπο του οποίου το ήθος και η θέση δεν επιτρέπει καμιά υποψία ενοχής. ανωτέρα βία*. 2α. που σε μια πολιτική, διοικητική ή κοινωνική ιεραρχία βρίσκεται σε μια υψηλή βαθμίδα: ~ υπάλληλος. Οι κατώτεροι, ανώτεροι και ανώτατοι αξιωματικοί. Ο ~ κλήρος. Οι ανώτερες κοινωνικά τάξεις. || (ως ουσ.) ο ανώτερος, ο ιεραρχικά ανώτερος: Yπακούω στους ανωτέρους μου. β. που είναι πιο προχωρημένος, πιο σύνθετος και πιο δύσκολος, στην εκπαιδευτική και γενικά στη γνωστική διαδικασία: Aνώτερη εκπαίδευση / σχολή, που βρίσκεται ανάμεσα στη μέση και στην ανώτατη. Έκανε ανώτερες σπουδές, πανεπιστημιακές ή μεταπτυχιακές. Aνώτερα μαθηματικά, που ασχολούνται με διαφορικές εξισώσεις, ολοκληρώματα κτλ. || (ως ουσ.) η ανωτέρα, ο ανώτερος και τελευταίος κύκλος μαθημάτων σε ωδείο. || (έκφρ.) και εις / σ΄ ανώτερα, ευχή για ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία, πρόοδο, και ειρωνικά, όταν κάποιος αποτύχει ή κάνει μια αξιόμεμπτη πράξη. 3. για κτ. που σε μια εξελικτική διαδικασία βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης, που είναι τελειότερο από κτ. άλλο ομοειδές: Aνώτεροι ζωικοί οργανισμοί. Aνώτερες πνευματικές λειτουργίες.
ανώτερα ΕΠIΡΡ: Tην υγεία την τοποθετώ ~ από όλα τα άλλα. Φέρθηκε ~, με ανωτερότητα. [λόγ. < αρχ. ἀνώτερος `που βρίσκεται πιο ψηλά΄ & σημδ. γαλλ. supérieur (ανωτέρα βία: μτφρδ. γαλλ. force majeure)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανώτερος1 [anóteros] ο, (L)
- person above another or others (in rank, station, or office), superior (ant ο κατώτερος):
- θέλουμε ισότητα μόνο με τους ανωτέρους μας |
- δεν τον ενημέρωσαν οι ανώτεροί του |
- κάποιος ~, κάποιος επιθεωρητής, θα παρακολουθούσε τις ασκήσεις μας (Charis) |
- από αίσθημα πειθαρχίας δε θέλει να κρίνει τους ανώτερούς του (LAkritas) |
- στο στρατώνα ήτανε ταχτικός και φυλαγότανε ν' ανοίγει με τους ανώτερους μιλιές (Vlachogiannis)
[fr kath ο ανώτερος, substantiv. m of adj ανώτερος]
- person above another or others (in rank, station, or office), superior (ant ο κατώτερος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανώτερος2, -η (also -τέρα), -ο [anóteros] (L)
- ① of higher degree or rank, high-ranking, superior (ant κατώτερος):
- ~ δημόσιος υπάλληλος |
- ανώτεροι αξιωματικοί milit senior officers |
- οι ανώτεροι στρατιωτικοί κύκλοι της Pώμης
- ⓐ of high degree or rank, upper, high:
- ανώτερες κοινωνικές τάξεις |
- ανωτέρα διοίκηση high command |
- ανώτερη κοινωνία high society |
- η ξένη κυρία που έκανε στο γιο της την τιμή να γίνει γυναίκα του έπαιρνε στα μάτια της K. θέση ανώτερη, άξια σεβασμού (Karagatsis)
- ② higher (in order, nature or kind), superior:
- ανώτερο επίπεδο higher level, e.g. δημοσιογραφία, μόρφωση, προβλήματα ανωτέρου επιπέδου |
- η ανώτερη αξία της καλοσύνης |
- οι ανώτερες σφαίρες της δημιουργίας, της θρησκείας |
- στα ανώτερα ζώα έχομε ίχνη συνειδητής ενέργειας (Tatakis) |
- τα μεγάλα πρόσωπα έχουν ανώτερη ηθική στάθμη, ανέβηκαν σε ανώτερη βαθμίδα με τον αγώνα τους για την ελευθερία (Theodorakop) |
- πολλοί λένε ότι ο κινηματογράφος δεν είναι ανώτερη τέχνη όπως το θέατρο, γιατί δεν διδάσκει αλλά μόνο γοητεύει το θεατή (Athanasiadis-N, adapted) |
- το πνεύμα νοεί και κάνει τις ανώτερες ψυχικές ενέργειες (Theodorakop)
- ⓑ elevated, lofty (syn υψηλός):
- ανώτερες πνευματικές απασχολήσεις |
- μερικά κείμενα του Π. εξυπηρετούσαν ανώτερους σκοπούς (Dimaras) |
- η συζήτηση έθιγε θέματα πνευματικά, ανώτερα (Petsalis) |
- η τεχνική δεν πρέπει να ενεργεί ως αυτοσκοπός αλλά ως απλό μέσο προς κάτι ανώτερο (Theodorakop)
- ③ superior (of moral character), noble:
- ~ άνθρωπος, χαρακτήρας |
- ανώτερο ήθος |
- ανώτερες χειρονομίες |
- η ανώτερη στάση του δείνα |
- το βιβλίο του K. είναι στηριγμένο απάνω σ' έναν ανώτερο ανθρωπισμό (Dimaras) |
- ζούμε σ' ένα κράτος μικρό που όμως κάνει πολιτική ανώτερη (Palaiologos)
- ⓒ fig w. gen superior to, above, beyond (syn υπεράνω, πέραν):
- ~ υποψίας above suspicion |
- ~ δωροδοκίας unbribable |
- τοπίο ανώτερο περιγραφής landscape beyond description
- ④ far above average, of more value, merit or importance, better, superior:
- ανώτερη σοφία |
- ανώτερες δυνάμεις |
- οι ανώτερες μορφές του ηθικού βίου |
- όταν γελά κανείς είναι σα να αισθάνεται ~| κανένας δεν έχει δικαίωμα να θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο από τους άλλους |
- θυσιάζουμε ανθρώπους για να κάμουμε την ανθρωπότητα δικαιότερη, αγνότερη, ανώτερη (Theotokas) |
- συχνά οι βιογραφίες περιγράφουν ανθρώπους ανώτερους απ' το μέσον όρο (Evelpidis) |
- ένας πολιτισμός είναι ~ από έναν άλλον όταν είναι ανώτερες οι συνθήκες της υλικής, πνευματικής κ' ηθικής ζωής (id.) |
- τα ζακυνθινά μυθιστορήματα του Ξενόπουλου είναι πάντοτε ανώτερα και αρτιότερα από τα αθηναϊκά (Sachinis)
- ⓓ high level (adj), higher:
- ανώτερη παιδεία |
- ανωτέρα εκπαίδευση college or university education, higher education |
- ανώτερες σπουδές |
- Aνωτέρα Σχολή Δημοσιογραφίας
- ⓔ greater, stronger:
- αυτό είναι ανώτερο από τις δυνάμεις μου |
- ο φυσικός νόμος είναι ~ από τη βούλησή μου (Theodorakop)
- ⑤ exceedingly good, excellent, superior:
- ανώτερη πνευματική ζωή |
- επιτυχία ανώτερου ποιού |
- η ανώτερη λυρική ποιότητα του βιβλίου |
- ανώτεροι τρόποι ζωής |
- ανώτερης πνοής συγγραφέας |
- έργα με ανώτερο παιδαγωγικό χαρακτήρα |
- ο δείνα έχει δείξει ανώτερη καλλιτεχνική συνείδηση |
- οι Έλληνες έδωσαν τ' ανώτερα πρότυπα του αληθινού, του ηθικού και του ωραίου (Melas) |
- η παλαμική ποίηση έδωσε στο κίνημα του βενιζελισμού και στο κίνημα του δημοτικισμού την ανώτερη πνευματική έκφραση που μπορούσαν να πάρουν (Theotokas) |
- το έργο του Aποστολάκη είναι, μετά την κριτική του Πολυλά, ό,τι ανώτερο έχει γραφτεί ως τώρα για το Σολωμό (Melas) |
- poem το σώμα μου .. | μια ανώτερη ηδονή πρέπει να νοιώσει (Myrtiotissa)
- ⓕ phr ανωτέρα or ανώτερη βία circumstances beyond one's control, force majeure, vis major:
- λόγω ανωτέρας βίας δεν θα μπορέσω να φύγω αύριο |
- η προθεσμία παρατείνεται, αν υπάρχει ανώτερη βία (Christidis EΣ)
- ⑥ math higher, upper:
- ανώτερα μαθηματικά higher mathematics |
- ανώτερες δυνάμεις higher powers (i.e., greater than 2)
[fr kath ανώτερος ← MG ανώτερος ← AG, K]
- ① of higher degree or rank, high-ranking, superior (ant κατώτερος):