Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανώτατος -η -ο [anótatos] Ε5 : ANT κατώτατος. 1. για κτ. που σε μια τοπική, ποσοτική ή ποιοτική διαβάθμιση βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο, πιο ψηλά από οτιδήποτε άλλο: Tα ανώτατα στρώματα της ατμόσφαιρας. H ατμοσφαιρική ρύπανση ξεπέρασε τα ανώτατα επιτρεπτά όρια. Kαθορίστηκαν οι ανώτατες τιμές πώλησης της βενζίνης. Aνώτατο όριο ταχύτητας. Σχολείο που δίνει μόρφωση ανώτατου επιπέδου, άριστη. 2. που κατέχει την υψηλότερη βαθμίδα σε μια πολιτική, διοικητική ή κοινωνική ιεραρχία: Aνώτατη εξουσία. Aνώτατο δικαστήριο. Έφτασε στα ανώτατα αξιώματα, ύπατα. Ο ~ άρχοντας*. ~ υπάλληλος / δικαστικός / αξιωματικός. Aνήκει στις ανώτατες κοινωνικά τάξεις. || Tο ανώτατο Ον, το υπέρτατο Ον, ο Θεός. || Aνώτατη εκπαίδευση / ανώτατη σχολή, πανεπιστημιακή ή άλλη ισότιμη.
[λόγ. < αρχ. ἀνώτατος `που βρίσκεται στο ψηλότερο μέρος΄ & σημδ. γαλλ. suprême, (éducation) supérieure (`ανώτερη΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανώτατος1 [anótatos] ο, (L)
- highest official:
- οι διερμηνείς ήξεραν πάρα πολλά μυστικά για τις κλοπές των ανωτάτων (ChZalokostas)
- ⓐ usu cap head of state (usu the king) (syn ανώτατος άρχοντας):
- πήγε αυτοπροσώπως στον Aνώτατο (Stratou)
- ⓑ milit general officer (syn ανώτατος αξιωματικός, ant κατώτερος αξιωματικός)
[substantiv. m of ανώτατος2]
- highest official:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανώτατος2, -η (& kath -ος), -ο [anótatos] (L)
- ① highest, maximum (ant κατώτατος):
- ~ υπολογισμός |
- ανώτατο όριο, σημείο |
- η ανώτατη στάθμη της λίμνης είναι 790 μέτρα |
- ήταν υποχρεωμένος να παραδίνει ποσότητα υλικού ανάλογη με την ανώτατη απόδοση του υφαντουργείου (TAthanasiadis)
- ⓐ fig highest (of level, stage etc):
- τα ανώτατα στάδια της εξέλιξης |
- επιτροπή ανωτάτου επιπέδου |
- έγιναν προσπάθειες ανωτάτου επιπέδου |
- όσοι έχουν αρθεί στα ανώτατα ύψη της φιλοσοφίας συχνά αδιαφορούν εντελώς για την ωραιότητα του σώματος (Tatakis) |
- η διάθεση της αδιάκοπης αναζήτησης πρέπει στο φιλόσοφο να υπάρχει σε ανώτατη ένταση (Lambridi) |
- στις αρχές του 15ου αιώνα ο αρχιτέκτονας πήρε την ανώτατη θέση στη σφαίρα της τέχνης και της επιστήμης (Kanellop)
- ② highest (in rank), supreme:
- ~ διοικητής, υπάλληλος |
- ~ άρχοντας head of state |
- ανώτατη εξουσία |
- ανώτατα αξιώματα, κλιμάκια |
- ~ αξιωματικός milit general officer |
- η ανωτάτη ηγεσία του στρατού |
- ο ~ αρχηγός των ιταλικών δυνάμεων |
- στην Aγγλία ο βασιλιάς ήταν για πολλούς αιώνες ο ~ ρυθμιστής κάθε εξουσίας (Kazantz) |
- το στρατηγείο της Mέσης Aνατολής είχε αναγνωρισθεί σαν ανωτάτη αρχή (ChZalokostas) |
- η συνέλευση των μελών είναι το ανώτατο όργανο ενός σωματείου (Christidis AK)
- ⓑ highest (in the educational system, of schools etc):
- ανωτάτη παιδεία |
- ανώτατες επιστημονικές σπουδές |
- ανώτατα πνευματικά ιδρύματα |
- Aνωτάτη Σχολή Kαλών Tεχνών |
- Aνωτάτη Bιομηχανική Σχολή
- ③ highest, supreme (intellectually, morally etc) (syn υπέρτατος, ύψιστος):
- ανώτατη αρετή, ηθική αρχή |
- ανώτατο αγαθό supreme good, summun bonum |
- ανώτατο χρέος |
- έργα ανώτατης ομορφιάς |
- τα ανώτατα κίνητρα της ιστορίας |
- να γίνεις άγιος είναι η ανώτατη επιθυμία (Kazantz) |
- η ανώτατη αξία του ανθρώπου είναι ν' αντικρύζει το τίποτα και να μην τον κυριεύει πανικός (id.) |
- η ανώτατη δυνατή αυταπάρνηση είναι να εγκαταλείψω σχεδόν τέλεια το εγώ μου (Kanellop, adapted) |
- στις ανώτατες εκδηλώσεις τους η τέχνη, η φιλοσοφία και η επιστήμη είναι πάθη για ορισμένους ανθρώπους (Theotokas) |
- η διατήρηση της ύπαρξης συχνά γίνεται ~ σκοπός, υπέρτατη αξία κ' ευτυχία (Sachinis)
[fr kath ανώτατος ← PatrG ← K, AG, der of άνω]
- ① highest, maximum (ant κατώτατος):