Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανώνυμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανώνυμα [anónima] adv (L)
  • ① without giving one's name, anonymously (ant επώνυμα):
    • δημοσίευσε το βιβλίο του ~ |
    • εξέδωσε ~μια ανθολογία |
    • έστειλε ~ένα ποσόν στην εφημερίδα |
    • η ένσταση έγινε ~ |
    • να πολεμήσεις, ακόμα κι ~, για να μη σβήσει η σπίθα της ανθρωπιάς από τον κόσμο (Roufos) |
    • η επιβολή της δημοτικής δεν είναι έργο της κοινωνίας ~ .. αλλά έργο όλων μας (Papanoutsos) |
    • η αλήθεια δεν αποκαλύπτεται πλέον ~ από τη μυθική παράδοση, αλλά ανακαλύπτεται προσωπικά από τον άνθρωπο (id.)
  • ② without naming or being named, namelessly, anonymously:
    • ο επιστολογράφος αναφέρει τα περιοδικά αόριστα κι ~ |
    • το πρόσωπο αυτό κυκλοφορεί ~μέσα στο βιβλίο (Sachinis) |
    • κείτονται όλοι ανώνυμοι και ~ και συμβατικά τούς περνάει ο θρύλος (Koumantareas)

[der of ανώνυμος; cf kath ανωνύμως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες