Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανώμοτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανώμοτος -η -ο [anómotos] Ε5 : (νομ.) που δεν ορκίστηκε.

[λόγ. < αρχ. ἀνώμοτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανώμοτος, -η, -ο [anómotos] (L) law
  • not bound by oath, unsworn (ant ομοσμένος):
    • κατηγορήθηκε για ψευδή ανώμοτη κατάθεση

[fr kath ανώμοτος ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες