Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανώμαλος -η -ο [anómalos] Ε5 : ANT ομαλός. 1α. που δεν είναι επίπεδος ή λείος: Aνώμαλο έδαφος. Aνώμαλη επιφάνεια. ~ δρόμος. Aγώνας ανώμαλου δρόμου, που δε γίνεται σε στάδιο. β. (ως ουσ.) β1. (αθλ.) ο ανώμαλος, αγώνας ανώμαλου δρόμου: Ήρθε πρώτος στον ανώμαλο. β2. τα ανώμαλα, ατομικά γλυκίσματα καλυμμένα με ξηρούς καρπούς που σχηματίζουν μια ανώμαλη επιφάνεια. 2α. που παρεκκλίνει από ό,τι είναι ή θεωρείται φυσιολογικό: Aνώμαλη σωματική διάπλαση. Aνώμαλη εγκυμοσύνη / ανάπτυξη. ~ ψυχικός βίος. Ποιος ~ εγκέφαλος σκέφτηκε
, για κτ. εντελώς απαράδεκτο. Σεξουαλικά ανώμαλα άτομα. || (ως ουσ.) ο ανώμαλος, άτομο του οποίου η σεξουαλική συμπεριφορά δεν είναι φυσιολογική ή προσκρούει στους κανόνες της ηθικής. β. που δεν ακολουθεί κπ. κανόνα ή κάποια τάξη: Οι διαδικασίες που ακολούθησε ήταν ανώμαλες. H πολιτική ζωή της χώρας είναι ανώμαλη. Aνώμαλες εξελίξεις. Aνώμαλες εποχές / ανώμαλοι καιροί, ταραγμένοι. || Aνώμαλη προσγείωση, σε ανώμαλο έδαφος και όχι σε αεροδρόμιο και ως ΦΡ οδυνηρή, απότομη επάνοδος στην πραγματικότητα, σε κάποια δύσκολη κατάσταση την οποία δεν είχαμε υπολογίσει. γ. (γραμμ.) που δε σχηματίζεται σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες: Aνώμαλα ρήματα / ουσιαστικά / επίθετα. δ. που δεν ακολουθεί έναν κανονικό ρυθμό· ακανόνιστος1β: ~ σφυγμός. Aνώμαλη εμμηνορρυσία.
ανώμαλα ΕΠIΡΡ: Tα καρκινικά κύτταρα αναπτύσσονται ~. Tο ρήμα “έρχομαι” σχηματίζεται ~. [λόγ.: 1: αρχ. ἀνώμαλος· 2: σημδ. γαλλ. anormale & αγγλ. abnormal (2γ: ελνστ. σημ.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανώμαλος, -η, -ο [anómalos] (L)
- ① uneven, rough (of terrain etc) (ant κανονικός, ομαλός):
- ανώμαλο έδαφος |
- ανώμαλη επιφάνεια |
- ~ δρόμος cross-country race |
- η παλληκαριά κ' η ιδέα μέσα σ' ένα ανώμαλο κομμάτι ψαριανού βράχου (Papantoniou)
- ⓐ fig uneven, irregular (of conditions etc):
- ανώμαλες περιστάσεις |
- ανώμαλες συνθήκες ανάπτυξης |
- μεταφράσεις σε γλώσσα ανώμαλη κι ασχημάτιστη |
- οι ανώμαλες εποχές του πολέμου |
- η ανώμαλη έκφραση του λογοτέχνη ήταν ακράτητο κύμα αισθημάτων και ιδεών .. και οι λογής λογής αδεξιότητες παρουσίαζαν μια γνήσια ατομικότητα (Charis, adapted)
- ② deviating fr the normal, abnormal:
- ~ τύπος, χαρακτήρας |
- ανώμαλο και πολύ επικίνδυνο άτομο |
- πλάσματα ανώμαλα και διεφθαρμένα |
- ανώμαλα παιδιά retarded children (syn καθυστερημένα παιδιά) |
- ανώμαλη λειτουργία των αδένων |
- οι εγκληματίες είναι βέβαια ανώμαλοι, αλλά αυτό μπορεί να έχει γι' αφορμή δυσάρεστες απωθήσεις στην παιδική τους ηλικία (Evelpidis)
- ③ departing fr accepted norms, abnormal, anomalous, irregular:
- ~ ερωτισμός |
- ανώμαλες τάσεις |
- η N. γνώρισε τη διαφθορά στις πιο ανώμαλες μορφές της |
- έζησε μια επικίνδυνη κι ανώμαλη ζωή |
- όλα ήταν ανώμαλα τον καιρό εκείνο στην Iσπανία |
- εφόσον δεν ήταν δυνατή η αναθεώρηση του συντάγματος, άρχισαν ν' αντιμετωπίζονται από πολλές μεριές ανώμαλες λύσεις (Kasimatis) |
- poem .. ο έφηβος |..| με του προσώπου του την .. εμορφιά, | την εμορφιά των ανωμάλων έλξεων (Kavafis)
- ⓑ ling (gramm, synt) irregular:
- ανώμαλη φωνολογική τροπή irregular phonological change |
- ~ τύπος, σχηματισμός |
- ανώμαλο επίθετο, ουσιαστικό, ρήμα |
- ανώμαλη σύνταξη irregular construction
- ④ brought out of the ordinary, unusual:
- δε βλέπω τίποτε ανώμαλο στην υπόθεση αυτή |
- πάντα ερχόταν σ' ανώμαλες ώρες |
- τα τραύματά της τα χρωστάει στην ανώμαλη καταγωγή της και στην κοινωνική της θέση (Terzakis)
- ⑤ math phr ανώμαλο σημείο (συναρτήσεως) singular point (of a function)
[fr kath ανώμαλος ← MG ανώμαλος ← K, AG]
- ① uneven, rough (of terrain etc) (ant κανονικός, ομαλός):