Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανώδυνος, επίθ.
-
- 1) Που δεν προκαλεί οδύνη· που δε σχετίζεται με μέριμνες· ευχάριστος:
- (Iμπ. 47), (Λίβ. (Lamb.) N 452).
- 2) (Προκ. για άνθρωπο) αμέριμνος:
- (Σκλάβ. 270).
[αρχ. επίθ. ανώδυνος. H λ. και σήμ.]
- 1) Που δεν προκαλεί οδύνη· που δε σχετίζεται με μέριμνες· ευχάριστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανώδυνος -η -ο [anóδinos] Ε5 : 1.που δεν προκαλεί σωματικό ή ψυχικό πόνο. ANT επώδυνος1: Aνώδυνη χειρουργική επέμβαση. ~ τοκετός, που γίνεται με τοπική αναισθησία ή με ειδικές ασκήσεις κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του τοκετού. Ο χωρισμός δεν ήταν καθόλου ~, αντίθετα ήταν πολύ οδυνηρός. 2. (μτφ.) α. που δεν προκαλεί προβλήματα ή αντιδράσεις. ANT επώδυνος2: Tα νέα οικονομικά μέτρα δε θα είναι ανώδυνα. β. που δεν προκαλεί παρενέργειες, που είναι αβλαβής: H ασπιρίνη θεωρείται ανώδυνο φάρμακο.
ανώδυνα ΕΠIΡΡ: Εγχειρήσεις που γίνονται αναίμακτα και ~. Περάσαμε την οικονομική κρίση ευτυχώς ~, εύκολα. [λόγ. < αρχ. ἀνώδυνος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανώδυνος, -η, -ο [anóDinos] (L)
- ① causing no (physical) pain, painless (ant επώδυνος 1, οδυνηρός 1):
- ~ θάνατος, τοκετός |
- ανώδυνη εγχείρηση |
- ανώδυνη μέθοδος διαγνώσεως |
- ανώδυνη εξαγωγή δοντιού
- ② fig causing no anguish or pain (mental, moral etc), painless (ant επώδυνος 2, οδυνηρός 2):
- ~ χωρισμός |
- ανώδυνοι ενδοιασμοί |
- ανώδυνη ειρωνεία, κωμωδία, σάτιρα |
- ανώδυνη ασυδοσία, διευθέτηση, περιπέτεια |
- ανώδυνες δηλώσεις, παρατηρήσεις, φωτογραφίες |
- ανώδυνα θέματα για συζήτηση |
- ανώδυνες μεταβολές καθεστώτων |
- ανώδυνη επίδειξη αντιδυναστικών αισθημάτων |
- η ανώδυνη για τη χώρα εποχή διαμάχης στην Eυρώπη |
- τα έθιμα του θανάτου αποβλέπουν στο να εξασφαλίσουν στην ψυχή μιαν ανώδυνη μετάβαση και ζωή στο νέο της τόπο (Loukatos) |
- με την επενέργεια του τραγικού θεάματος τα συναισθήματα του ελέου και του φόβου .. γίνονταν διαθέσεις ήρεμες, ανώδυνες (Papanoutsos)
- ③ insignificant, inconsequential (syn ασήμαντος):
- ανώδυνα και ουδέτερα κείμενα |
- το ανώδυνο αισθηματάκι της δείνα |
- η υπόθεση δεν είναι τόσο ανώδυνη όσο φαίνεται |
- το πρόβλημα της αξίας δεν είναι τόσο ανώδυνο όσο το πρόβλημα του όντος (Papanoutsos) |
- τα μικρά συμπτώματα ομαδικής υστερίας του Mεσαίωνα είναι απατηλά ανώδυνες εκδηλώσεις μιας γενικότερης επιβουλής (Terzakis, adapted) |
- πολλές υπάρξεις πραγματοποιούν μόνο περιστατικές, υπηρεσιακές, περίπου ανώδυνες επαφές (Panagiotop)
[fr kath ανώδυνος ← MG, K, AG]
- ① causing no (physical) pain, painless (ant επώδυνος 1, οδυνηρός 1):